Skip to main content

Ο πόλεμος τιμών δεν ευνοεί τον εσωτερικό έλεγχο

Όταν οι ανάδοχοι των έργων εμπλέκονται σε πολέμους τιμών, εγείρονται ανησυχίες σχετικά με την αξία και την ακεραιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών.

Τoυ Παναγιώτη Αντωνόπουλου, οικονομολόγου / πληροφορικού εσωτερικού ελεγκτή, MBA-ΙT, MSc, CFE, CICA, πιστοποιημένου ελεγκτή υπουργείου Οικονομικών και τoυ Δημητρίου Πανοζάχου, MSc οικονομολόγου εσωτερικού ελεγκτή CISA, πιστοποιημένου ελεγκτή υπουργείου Οικονομικών δ/νοντος συμβούλου της Ορθολογισμός Α.Ε.

ΟΙ ΙΔΙΩΤΕΣ πάροχοι εσωτερικού ελέγχου διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση της λογοδοσίας, της διαφάνειας και της οικονομικής ακεραιότητας στον δημόσιο τομέα, καθώς με τον Ν.4795/2021 καλούνται να συνδράμουν στη λειτουργία του εσωτερικού ελέγχου της γενικής κυβέρνησης. Ωστόσο, η υιοθέτηση επιθετικών τιμολογιακών πολιτικών από τους ίδιους μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη γενική λειτουργία του Δημοσίου.

ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ εάν βλέπουμε την υπηρεσία μεσοπρόθεσμα ή σε βάθος χρόνου. Από την πλευρά τους, οι φορείς αντιμετωπίζουν θετικά μια μείωση των τιμών (πολλές φορές και κάτω από το όριο του ελάχιστου ημερομισθίου). Από την άλλη, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι ο εσωτερικός έλεγχος αποτελεί προληπτική γραμμή άμυνας υψηλής εξειδίκευσης, όχι ένα pop-up store.

ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ και αναλύοντας τις επιθετικές πολιτικές τιμών των παρόχων εσωτερικού ελέγχου, διαπιστώσαμε ότι αυτές παράγουν αρνητικό αντίκτυπο, όπως:

ΜΕΙΩΜΕΝΗ ποιότητα ελέγχου – Όταν οι πάροχοι προσφέρουν υπηρεσίες σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές για την εξασφάλιση συμβάσεων, ενδέχεται να υποχρεωθούν να περιορίσουν τους πόρους, την τεχνογνωσία και τον χρόνο που διατίθεται σε κάθε έλεγχο.

ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, η πληρότητα και η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας ελέγχου ενδέχεται να τεθούν σε κίνδυνο, οδηγώντας σε μεγαλύτερη πιθανότητα παράβλεψης κρίσιμων οικονομικών παρατυπιών ή ζητημάτων μη συμμόρφωσης. Η υποβαθμισμένη ποιότητα των ελέγχων υπονομεύει την ικανότητα του δημόσιου τομέα να εντοπίζει και να αντιμετωπίζει κινδύνους, διαβρώνοντας την εμπιστοσύνη του κοινού.

ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΣ πόροι και εμπειρογνωμοσύνη – Αυτή η έλλειψη πόρων και εμπειρογνωμοσύνης εμποδίζει την ικανότητα των παρόχων εσωτερικού ελέγχου να διενεργούν ολοκληρωμένους και ισχυρούς ελέγχους, υπονομεύοντας την ποιότητά τους. Περιορισμένο εύρος ελέγχου – Για να διατηρήσουν την κερδοφορία, οι πάροχοι μπορεί να αισθάνονται υποχρεωμένοι να περιορίσουν την εστίασή τους σε τομείς υψηλού κινδύνου, ενώ παραμελούν άλλες σημαντικές πτυχές της οικονομικής διαχείρισης.

ΑΥΤΟ το περιορισμένο εύρος ελέγχου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παράβλεψη πιθανής απάτης, κακής διαχείρισης ή αναποτελεσματικότητας που μπορεί να υπάρχουν εκτός των στοχευμένων περιοχών. Ο δημόσιος τομέας βασίζεται και σε εσωτερικούς ελέγχους για να παρέχει μια ολιστική αξιολόγηση των χρηματοοικονομικών και όχι μόνο δραστηριοτήτων και ένα περιορισμένο εύρος ελέγχο εμποδίζει την αποτελεσματικότητα αυτών των ελέγχων στον εντοπισμό και την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των κινδύνων.

ΕΞΑΣΘΕΝΗΣΗ της αυτοπεποίθησης και της εμπιστοσύνης – Όταν οι ανάδοχοι των έργων εμπλέκονται σε πολέμους τιμών, εγείρονται ανησυχίες σχετικά με την αξία και την ακεραιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Το κοινό και τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορεί να αμφισβητήσουν εάν οι έλεγχοι είναι ενδελεχείς, ανεξάρτητοι και αντικειμενικοί. Η αποδυνάμωση της σιγουριάς και της εμπιστοσύνης μπορεί να έχει εκτεταμένες συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων του αυξημένου σκεπτικισμού απέναντι στις χρηματοοικονομικές αναφορές, της απροθυμίας αντιμετώπισης των εντοπισμένων κινδύνων και ακόμη της μειωμένης δημόσιας υποστήριξης για πρωτοβουλίες του δημόσιου τομέα.

Ο ΑΡΝΗΤΙΚΟΣ αντίκτυπος των επιθετικών πολιτικών τιμολόγησης των παρόχων εσωτερικού ελέγχου στον δημόσιο τομέα είναι εμφανής. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία, η οικονομική διαχείριση και η λογοδοσία, είναι ζωτικής σημασίας να υιοθετηθούν πολιτικές τιμολόγησης που δίνουν προτεραιότητα στην ποιότητα, στην ανεξαρτησία και στους ολοκληρωμένους ελέγχους. Με αυτόν τον τρόπο, ο δημόσιος τομέας μπορεί να επωφεληθεί από ισχυρούς εσωτερικούς ελέγχους που βοηθούν στον εντοπισμό και μετριασμό των κινδύνων, στην ενίσχυση της διαφάνεια και στη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στις πρακτικές της δημόσιας λειτουργίας και της αντίστοιχης χρηματοοικονομικής διαχείρισης.