Skip to main content

Οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην Υγεία

Στην Ελλάδα, ο ιδιωτικός τομέας παρ’ όλο που επενδύει σε καινοτόμες υπηρεσίες επιφορτίζεται με ένα κόστος που δεν του αναλογεί.

Του Σωκράτη Γουρλή, μέλους διοίκησης Ομίλου ΙΑΤΡΟΠΟΛΙΣ

ΚΥΡΙΑΡΧΟ ρόλο κατέχει τα τελευταία χρόνια ο ιδιωτικός τομέας στην παροχή υπηρεσιών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ). Καθίσταται πλέον σαφές ότι οι βασικές υπηρεσίες
της Πρωτοβάθμιας παρέχονται σχεδόν αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος όμως απαξιώνεται καθημερινά από την πολιτεία με τα μέτρα που λαμβάνονται σε βάρος των επιχειρήσεων του κλάδου.

ΑΛΛΩΣΤΕ πλέον τα ιδιωτικά Διαγνωστικά Κέντρα καλύπτουν πάνω από το 95% των αναγκών των πολιτών σε απεικονιστικές και εργαστηριακές εξετάσεις. Η πορεία του κλάδου είναι ανοδική, γεγονός όμως που οφείλεται κυρίως στην πρόθεση των επιχειρηματιών των Διαγνωστικών Κέντρων να επενδύσουν στη σύγχρονη τεχνολογία ώστε οι υπηρεσίες που θα παρέχουν να είναι πιο αποτελεσματικές και ακριβείς. Η άνοδος οφείλεται επίσης και στην έλλειψη δημόσιων δομών που αναγκάζει τους πολίτες να προσφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα, κάτι που διαπιστώθηκε ξεκάθαρα μέσα στην πανδημία.

ΑΝΤΙΘΕΤΑ, η πολιτεία με μέτρα περιοριστικού χαρακτήρα που επιβάλλει, όπως με το rebate και το clawback (υποχρεωτικές εκπτώσεις και επιστροφές με την υπέρβαση της προϋπολογισθείσας δαπάνης), αντί να διευκολύνει τις επιχειρήσεις του κλάδου θέτει καθημερινά εμπόδια στην ανάπτυξή τους που θα επέτρεπαν και την περαιτέρω πρόσβαση των ασθενών.

ΤΟ REBATE και το clawback εφευρέθηκαν το 2013 υπό συνθήκες μνημονίων και οικονομικής κρίσης. Έκτοτε όμως έχουν λάβει τρεις παρατάσεις με καταληκτική ημερομηνία το 2025. Η χώρα όμως, με βάση τις τοποθετήσεις των κυβερνώντων, έχει απαλλαγεί από τα μνημόνια, ενώ έχει εισέλθει στην εποχή της οικονομικής ανάπτυξης με δημιουργία πλεονάσματος πάνω από 2 δισ. ευρώ στο πρώτο πεντάμηνο του 2023. Θα μπορούσε, λοιπόν, να θεωρηθεί ως πρόσθετος φόρος στον ιδιωτικό τομέα της Υγείας. Παρ’ όλα αυτά ο κλάδος επιδιώκει να συμβαδίζει με την εξέλιξη της τεχνολογίας ώστε να παρέχει ποιοτικότερες υπηρεσίες στους ασφαλισμένους, γι’ αυτό και οι επενδύσεις στον τομέα της διάγνωσης κινούνται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Είναι ενδεικτικό ότι ο Όμιλος ΙΑΤΡΟΠΟΛΙΣ τα τελευταία 10 χρόνια έχει κάνει επενδύσεις ύψους 79 εκατ. ευρώ, δημιουργώντας 8 νέα υπερσύγχρονα κέντρα σε διάφορες περιοχές της Αττικής.

Η ΣΥΝΕΧΩΣ αυξανόμενη επενδυτική δραστηριότητα στον κλάδο της διάγνωσης θεωρείται επιβεβλημένη όσο εξελίσσεται η τεχνολογία στον τομέα της ιατρικής. Η υιοθέτηση των νέων καινοτόμων συστημάτων αποτελεί μονόδρομο, εάν τουλάχιστον ένας επιχειρηματικός διαγνωστικός όμιλος επιδιώκει να παρέχει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου και να δείχνει τον απαραίτητο σεβασμό στους πολίτες που τον επιλέγουν.

Οι πρόσφατες ρυθμίσεις με τις οποίες επιβλήθηκαν ποιοτικά κριτήρια για την αποζημίωση των παρόχων από τον ΕΟΠΥΥ είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα εάν δεν εφαρμοστούν ταυτόχρονα ουσιαστικοί έλεγχοι στην αγορά. Υπό το πρίσμα αυτό θα έπρεπε να αναπτυχθούν στον ΕΟΠΥΥ ελεγκτικοί μηχανισμοί οι οποίοι να εξετάζουν λεπτομερώς τις υποβληθείσες δαπάνες και εξετάσεις από τον κάθε πάροχο, μέσω των ψηφιακών συστημάτων αρχειοθέτησης εικόνας. Παράλληλα επιβάλλεται να εφαρμοστούν νέοι κανόνες ελέγχου στη συνταγογράφηση των παραπεμπτικών, ώστε να περιορισθεί η αλόγιστη ζήτηση εξετάσεων. Πάντως, στην περίπτωση αυτή υπάρχει ακόμη ένα παράδοξο: Ενώ η πολιτεία επέβαλε τα ποιοτικά κριτήρια οδηγώντας τους επιχειρηματικούς ομίλους να επενδύσουν σε νέα τεχνολογικά συστήματα ώστε να αποζημιώνονται με πιο ορθολογικό τρόπο, συνεχίζει να επιβάλλει clawback, αν και είχε δεσμευτεί για την κατάργησή του.

Ταυτόχρονα, το μέλλον πολλών διαγνωστικών κέντρων είναι αμφίβολο εξαιτίας των περιορισμένων κονδυλίων που καταβάλλονται για την κάλυψη των αναγκών των πολιτών. Τα 480 εκατ. ευρώ του κλειστού προϋπολογισμού για τις διαγνωστικές εξετάσεις του ΕΟΠΥΥ αποδεικνύονται βασικό εμπόδιο για την απρόσκοπτη ανάπτυξη του κλάδου, που συμβάλλει καθοριστικά στην κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού. Ο ΕΟΠΥΥ καλύπτει με το κονδύλι αυτό 10 εκατ. πολίτες, που σημαίνει ότι στον καθένα αντιστοιχούν 48 ευρώ το έτος. Όσο για την υποβληθείσα δαπάνη για το 2022, ήταν περίπου 650 εκατ. ευρώ. Η διαφορά που προκύπτει καταβάλλεται από τους ιδιώτες παρόχους σε δόσεις κάθε χρόνο, αλλά η συσσώρευση των ποσών αυτών κάνει τις επιχειρήσεις να χρωστούν στον ΕΟΠΥΥ για τα επόμενα 10 χρόνια. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι πολλές κυβερνήσεις κάνουν κοινωνική πολιτική σε βάρος του ιδιωτικού τομέα, προσθέτοντας δωρεάν εξετάσεις μέσω ΕΟΠΥΥ, χωρίς να αυξάνουν το αντίστοιχο κονδύλι. Αυτό σημαίνει ότι το επιπλέον κόστος το επιβαρύνονται τα Διαγνωστικά Κέντρα. Επιπροσθέτως, όταν η πολιτεία απαιτεί το σύνολο των παρεχόμενων υπηρεσιών μας να είναι πιστοποιημένο μέσω διαδικασιών διασφάλισης ποιότητας ISO -κάτι που διαθέτει πλήρως το ΙΑΤΡΟΠΟΛΙΣ και υπόκειται σε τακτικές και έκτακτες επιθεωρήσεις- τότε πρέπει και ο φορέας υγειονομικής ασφάλισης να ανταποκρίνεται στις δικές του υποχρεώσεις. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ώστε να αποσυμφορήσει τη λειτουργία των ιδιωτικών διαγνωστικών. Εξάλλου και ο ΕΟΠΥΥ επιδιώκει τη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος όμως θα πρέπει να εξελιχθεί χωρίς προσκόμματα ή άλλα εμπόδια. Εκτιμάται, δε, πως τα επόμενα χρόνια η όποια κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να συνεργαστεί σε μεγαλύτερο βαθμό με τον ιδιωτικό τομέα, όπως γίνεται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες και έχει αποδειχθεί ότι λειτουργεί ευεργετικά, ειδικά για τους ασθενείς. Γι’ αυτό και εμείς επιμένουμε να επενδύουμε στη χώρα και να στηρίζουμε την ιδέα της ανάπτυξης. Στην Ελλάδα υπάρχει πλέον εμπειρία από συμπράξεις ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα, τα περιβόητα ΣΔΙΤ. Οι συμπράξεις αυτές μπορούν να αποδειχθούν απολύτως επωφελείς για τους πολίτες, ενώ κάμπτονται οι όποιες αντιρρήσεις υπήρχαν καθώς η πανδημία απέδειξε πως δημόσιος και ιδιωτικός τομέας μπορούν να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν αρμονικά, αρκεί να τηρούνται οι αυστηροί ισότιμοι όροι.

Στην Ελλάδα, ο ιδιωτικός τομέας παρόλο που επενδύει σε καινοτόμες υπηρεσίες επιφορτίζεται με ένα κόστος που δεν του αναλογεί. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να βρει άμεσα τη λύση στον γόρδιο αυτόν δεσμό που ταλαιπωρεί τις επιχειρήσεις, ώστε να μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες που οφείλει και δικαιούνται οι πολίτες.