Skip to main content

Τραπεζική κρίση: Ήρθε για να μείνει

Η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων ήταν αναμενόμενο να επιφέρει σημαντική υποτίμηση στα ομολογιακά χαρτοφυλάκια, ένας νέος συστημικός κίνδυνος γεννάται.

Του Ευάγγελου Μ. Σφακιανάκη, επισκ. καθηγητή Χρηματοοικονομικών στο ΕΚΠΑ και Portfolio Manager σε εταιρείες Asset Management

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ τραπεζική κρίση που ξέσπασε έριξε φως σε σημαντικά προβλήματα του υπάρχοντος χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed) και το
υπουργείο Οικονομικών προχώρησαν σε απαραίτητες ενέργειες με σκοπό την προσωρινή, τουλάχιστον, εξομάλυνση του προβλήματος και την αποφυγή περαιτέρω εξάπλωσής του.
Τίθεται το ερώτημα, επομένως, σχετικά με το κατά πόσο η παρατηρούμενη τραπεζική κρίση έχει εξομαλυνθεί ή αν υπάρχουν ακόμα λόγοι ανησυχίας στον ορίζοντα. Στο παρόν άρθρο
αποτυπώνονται συνοπτικά τα γεγονότα που πυροδότησαν το ξέσπασμα των παρατηρούμενων τραπεζικών αποτυχιών, καθώς επίσης αναλύονται και οι λόγοι που ολοένα και περισσότεροι
οργανισμοί αναμένεται να παρουσιάσουν προβλήματα στο εγγύς μέλλον.

Η ΚΥΡΙΑ πηγή χρηματοδότησης των τραπεζών παγκοσμίως είναι οι καταθέσεις των πελατών τους. Η τράπεζα δέχεται εισροές χρημάτων με τη μορφή καταθέσεων από τους πελάτες της
και τους παρέχει ένα καταθετικό επιτόκιο ως αντάλλαγμα (κάποιες φορές μηδενικό). Τα χρήματα αυτά έπειτα επιλέγει είτε να τα επενδύσει αγοράζοντας αξιόγραφα (κυρίως κρατικά
ομόλογα), είτε να τα παραχωρήσει σε πελάτες με τη μορφή δανείου (στεγαστικό, καταναλωτικό κ.λπ.). Οι δύο αυτές δραστηριότητες της παρέχουν ένα επιτόκιο μεγαλύτερο από αυτό που
καταβάλλουν στους καταθέτες. Η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων που εισπράττει και αυτών που καταβάλλει είναι το κέρδος της. Με βάση την αμερικανική νομοθεσία, καταθέσεις έως
$250.000 είναι εξασφαλισμένες από το κράτος (insured deposits) και δεν μπορούν να υποστούν κουρέματα από χρέη της τράπεζας. Οι καταθέσεις αυτές χαρακτηρίζονται από σταθερότητα και μικρές μεταβολές. Αντίθετα, καταθέσεις άνω των $250.000 είναι ανασφάλιστες (uninsured deposits) και επιρρεπείς σε κουρέματα, γεγονός το οποίο τις κάνει αρκετά ασταθείς. Η μέση αμερικανική τράπεζα αποτελείται κατά μέσο όρο από 23% ανασφάλιστες καταθέσεις. Η πλειονότητα των ανασφάλιστων καταθέσεων είναι μαζεμένες στις μικρές τράπεζες, όπως η SVB. Στην περίπτωση της SVB το 78% των καταθέσεων ήταν ανασφάλιστο, γεγονός που έκανε την κύρια πηγή χρηματοδότησής της αρκετά ασταθή. Φημολογείται ότι καταθέσεις ύψους 13 δισ. δολαρίων ανήκαν σε 10 μόλις πελάτες. Το πρόβλημα που δημιουργείται είναι
ότι σε περίπτωση ανάληψης η τράπεζα καλείται να ρευστοποιήσει αξιόγραφα (ομόλογα) που έχει στην κατοχή της προκειμένου να καλύψει τα κεφάλαια που απαιτούν οι καταθέτες της. Σε περιόδους όπου ασκείται συσταλτική νομισματική πολιτική, η οποία επιφέρει ραγδαία αύξηση των επιτοκίων, αξιόγραφα όπως τα ομόλογα χάνουν σημαντικά την αξία τους, με την τιμή τους πρόσφατα να πέφτει έως και 30%. Η ξαφνική ανάγκη της τράπεζας για άμεση εξεύρεση κεφαλαίων, προκειμένου να καλύψει τους καταθέτες, την αναγκάζει να κλείσει πρόωρα αυτές τις θέσεις και να υποστεί ζημίες τις οποίες δεν θα επωμιζόταν εάν τα άφηνε να ωριμάσουν. Πρώτο θύμα ήταν η SVB, της οποίας οι θέσεις είχαν ζημιωθεί τόσο που τα κεφάλαια που συνέλεξε εν τέλει δεν αρκούσαν για να καλύψουν τις καταθέσεις των πελατών της.

Η FED, σε συνεργασία με το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ανοίγουν τα προγράμματα «Discount Window Lending» και «Bank Term Funding Program» με σκοπό να δανείσουν στις
τράπεζες τα κεφάλαια που έχουν άμεση ανάγκη, με υποθήκη τα ρευστά διαθέσιμα και αξιόγραφά τους. Τα προγράμματα αυτά ενώ βραχυχρόνια εμποδίζουν τη ραγδαία εξάπλωση της κρίσης, μακροχρόνια δεν λύνουν το πρόβλημα. Υπό κανονικές συνθήκες, η τράπεζα θα εισέπραττε ένα επιτόκιο γύρω στο 2% από τα ομόλογα που είχε επενδύσει στις καταθέσεις των πελατών της και θα κατέβαλλε στους πελάτες της ένα καταθετικό επιτόκιο γύρω στο 1% (οι μικρές προκειμένου να είναι ανταγωνιστικές καλούνται να καταβάλλουν υψηλότερο καταθετικό επιτόκιο). Η διαφορά των δύο είναι το κέρδος της. Αυτό το οποίο δεν τονίζεται είναι το γεγονός ότι το επιτόκιο που καλείται να καταβάλει η τράπεζα με την υπαγωγή της στα προαναφερθέντα προγράμματα κυμαίνεται στο 5%. Επομένως, ενώ εισπράττει 2% πλέον καλείται να καταβάλει 5% αντί για 1% που έδινε στους καταθέτες πριν. Το γεγονός αυτό ναι μεν τη σώζει από την
άμεση χρεοκοπία, αλλά αποδεκατίζει τα κέρδη της και στην πλειονότητα των περιπτώσεων την κάνει ζημιογόνα. Επιπρόσθετα, τα προγράμματα αυτά ωφελούν κυρίως τις μεγάλες τράπεζες που διατηρούν το 40% σε μετρητά και αξιόγραφα τα οποία μπορούν να λειτουργήσουν ως ενέχυρο, εν αντιθέσει με τις μικρές των οποίων είναι μόλις 29%. Οι μικρές όμως είναι σαφώς
πιο εκτεθειμένες στον κίνδυνο, καθώς έχουν σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ανασφάλιστων καταθέσεων (ασταθής χρηματοδότηση).

ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ, η ραγδαία αύξηση των επιτοκίων ήταν αναμενόμενο να επιφέρει σημαντική υποτίμηση στα ομολογιακά χαρτοφυλάκια. Δεδομένου ότι τα τελευταία αποτελούν έναν από
τους βασικότερους πυλώνες ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, ένας νέος συστημικός κίνδυνος γεννάται. Τα μέτρα στήριξης έως τώρα, αν και αποτρέπουν τη ραγδαία εξάπλωση της τραπεζικής κρίσης, δεν είναι προσαρμοσμένα πάνω στους οργανισμούς που τα έχουν περισσότερο ανάγκη. Το γεγονός αυτό δυστυχώς οδηγεί στην αύξηση μη κερδοφόρων
οργανισμών, που είτε απλώς θα υπάρχουν (zombie banks) είτε εν τέλει θα χρεοκοπήσουν.