Skip to main content

Μπορούν οι κεντρικές τράπεζες να κερδίσουν;

Είναι δυνατοί οργανισμοί, όχι όμως και παντοδύναμοι. Μπορούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη, αλλά δεν μπορούν να τη δημιουργήσουν.

Τoυ Γιώργου Λαγαρία, επικεφαλής οικονομολόγου της Mazars Μεγάλης Βρετανίας

ΕΝΑ ΓΝΩΜΙΚΟ λέει πως «η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να ανεβάζει επιτόκια μέχρι να σπάσει κάτι».

ΚΑΤΙ ΕΣΠΑΣΕ. Το πρώτο μεγάλο θύμα του επιτοκιακού κύκλου ήταν το αμερικανικό περιφερειακό τραπεζικό σύστημα. Η SVB και η Signature, δύο μεγάλες περιφερειακές τράπεζες, είναι πλέον ιστορία, ενώ η First Republic κρατιέται ζωντανή από τους ανταγωνιστές της, μονάχα για να αποφευχθεί το ντόμινο. Η Credit Suisse, τράπεζα 166 ετών, είναι παρελθόν. Η καταιγίδα ίσως δεν έχει τελειώσει, καθώς η Deutsche Bank βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα.

ΟΜΩΣ οι κεντρικές τράπεζες δεν δείχνουν να σταματούν. Από τη μέρα της κατάρρευσης της SVB, οι τρεις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, ΗΠΑ, Βρετανία και Ε.Ε., ανέβασαν επιτόκια. Η τελευταία, μάλιστα, δις! «Ο πληθωρισμός παραμένει η πρώτη μας προτεραιότητα» διακηρύττουν ομόφωνα.

ΟΙ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ τράπεζες προσπαθούν ταυτόχρονα να σταθεροποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να
πολεμάνε τον πληθωρισμό.

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ του 2021 έλεγαν πως «ο πληθωρισμός είναι προσωρινός». Τώρα αντιμετωπίζουν την τραπεζική κρίση ως «προσωρινή». Βέβαια, δεν διστάζουν να ξεδιπλώσουν την εργαλειοθήκη τους και να δείξουν στις αγορές τη δύναμή τους. Ήδη η Fed τύπωσε 400 δισ. δολ. και εγγυήθηκε 2 τρισ. δολ. Αλλά παράλληλα υπενθυμίζουν στους επενδυτές πως τα επιτόκια -ακόμα κι αν σταματήσουν να ανεβαίνουν- θα παραμείνουν ψηλά, μέχρι να πέσει ο πληθωρισμός.

ΚΑΙ ΕΚΕΙ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα. Όχι στο να σταματήσει η άνοδος των επιτοκίων. Αυτό πιθανότητα θα συμβεί και μάλιστα σύντομα. Αλλά στο επίπεδο των επιτοκίων. Οι ΗΠΑ έχουν πάλι φτάσει το επιτόκιο στο 5%, επίπεδο όπου αρχίζουν τα «ατυχήματα». Από το 1994 έως το 2000, όταν η Fed είχε κρατήσει τα επιτόκιά της άνω του 5%, οι αγορές είχαν τέσσερα ατυχήματα: τη Μεξικανική Κρίση (1994), την Ασιατική Κρίση (1997), την κατάρρευση της Long Term Capital Management (1998) και, βέβαια, την Κρίση της Τεχνολογίας (2000). Οι κρίσεις αυτές πήραν στο διάβα τους την τράπεζα Barings, το ρωσικό δημόσιο και πολλούς άλλους.

ΑΥΤΟΣ ο Διμέτωπος Πόλεμος, η σταθερότητα και ο πληθωρισμός, φαίνεται σαν μεγάλο ρίσκο. Ίσως και σαν λάθος εκ μέρους τους. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι αναγκαιότητα. Το 2021 οι προβλέψεις για τον «προσωρινό πληθωρισμό» αποδεικνύονταν λανθασμένες, ακόμα και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Fed πραγματοποίησε γρήγορη αναστροφή και αποφάσισε τον πιο απότομο επιτοκιακό κύκλο των τελευταίων σαράντα ετών. Το να πραγματοποιήσει μια αναστροφή ακόμα, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει τριπλός από τον στόχο, θα μπορούσε να θεωρηθεί αποδοχή της αποτυχίας της. Αυτό θα είχε συνέπειες για την ανεξαρτησία της.

ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ, όμως, είναι ότι θα έχανε την αξιοπιστία της και θα κατέστρεφε τη δυνατότητά της να «ψιθυρίζει» στα αυτιά των αγορών. Το κοινό μυστικό των κεντρικών τραπεζιτών είναι πως το μεγαλύτερό τους όπλο είναι τα σχόλιά τους και όχι τα επιτόκια. Αν μιλήσουν για αυξήσεις επιτοκίων, οι αγορές, που κινούνται προβλεπτικά, θα μειώσουν την κυκλοφορία του χρήματος. Έτσι η κεντρική τράπεζα δεν θα χρειαστεί να ανεβάσει τα επιτόκια πάρα πολύ, αφού η αγορά θα έχει κάνει τη δουλειά της γι’ αυτήν. Αντίθετα, αν ο κεντρικός τραπεζίτης μιλήσει για ποσοτική χαλάρωση, η αγορά θα απελευθερώσει τεράστιες ποσότητες αποθεματικών πριν καν τελειώσει την πρότασή του. Έτσι η κεντρική τράπεζα δεν θα χρειαστεί να τυπώσει πολύ χρήμα.

ΑΝ ΟΜΩΣ η κεντρική τράπεζα χάσει την αξιοπιστία της, οι αγορές δεν θα κινούνται στους ρυθμούς που τους υπαγορεύει. Έτσι, θα χρειαστεί πολύ υψηλότερα επιτόκια για να πολεμήσει τον πληθωρισμό. Ή να τυπώσει πολύ περισσότερο χρήμα σε μια κρίση. Θεός φυλάξοι δε, αν χρειαστεί να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα… όπως
τώρα.

ΤΟ ΟΤΙ έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο -όπου μόνο κακές επιλογές υπάρχουν- είναι αποτέλεσμα πολλών
προβλημάτων:

Α) Του τέλους μιας εποχής οικονομικής σταθερότητας.

Β) Του γεωπολιτικού περιβάλλοντος, που χειροτερεύει και επηρεάζει τις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Γ) Του υψηλού παγκόσμιου χρέους.

Δ) Της κακής δημογραφικής εικόνας και της χαμηλής παραγωγικότητας στον αναπτυγμένο κόσμο.

Ε) Της χρόνιας απουσίας δυνατών αναπτυξιακών πολιτικών των κυβερνήσεων.

ΣΤ) Των συνεπειών πολιτικών αποφάσεων που πάρθηκαν σε μια εποχή που θεωρούσαμε ότι τα επιτόκια θα
παραμείνουν για πάντα χαμηλά.

ΟΙ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ τράπεζες είναι δυνατοί οργανισμοί, όχι όμως και παντοδύναμοι. Μπορούν να υποστηρίξουν
την ανάπτυξη, αλλά δεν μπορούν να τη δημιουργήσουν. Δεν μπορούν να φτιάξουν τα προβλήματα της παραγωγικότητας, τη ζημιά από την κλιματική αλλαγή, το διακρατικό zero-sum ανταγωνισμό ή τις κοινωνικές εντάσεις. Απλώς ρυθμίζουν την κυκλοφορία του χρήματος και είναι -υπό προϋποθέσεις- δανειστές της τελευταίας
ευκαιρίας.

ΜΕΤΑ την Κρίση του 2008, οι κυβερνήσεις άφησαν τις εθνικές οικονομίες, εν πολλοίς, στα χέρια των κεντρικών
τραπεζών. Οι δεύτερες κρατούσαν τα επιτόκια χαμηλά ώστε οι κυβερνώντες να δανείζονται φτηνά και να ξοδεύουν για να δημιουργούν την ψευδαίσθηση της ανάπτυξης.

ΠΛΕΟΝ όμως το σκηνικό αλλάζει. Η οικονομική πολιτική πρέπει να στοχεύει στην πραγματική ανάπτυξη, και οι κεντρικές τράπεζες να δουλέψουν μαζί με τις κυβερνήσεις για να το πετύχουν.

ΠΡΟΣ το παρόν τα ρίσκα είναι αυξημένα. Οι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να τα έχουν μειώσει προσωρινά,
με πιθανό τίμημα όμως τη μακροπρόθεσμη αξιοπιστία τους. Δεν το τόλμησαν. Ισορροπούν σε ένα πολύ λεπτό
σκοινί. Το «λάθος» είναι εύκολο.

ΣΤΟ ΑΛΛΟ άκρο του τούνελ υπάρχουν υψηλότερα επιτόκια, και συνεπώς περισσότερος δανεισμός για επιχειρήσεις. Υπάρχουν αμυντικά χαρτοφυλάκια ομολόγων, που πλέουν έχουν αποδόσεις. Και υπάρχουν ενεργοί διαχειριστές, που μπορούν να βγάλουν κέρδη.

ΕΩΣ ΤΟΤΕ, όμως, ζούμε σε ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο περιβάλλον και μπορεί να είμαστε έτσι για πολύ καιρό. Οι επενδυτές πρέπει να είναι σίγουροι ότι τα χαρτοφυλάκιά τους, και οι ίδιοι, είναι τοποθετημένοι για υψηλή μεταβλητότητα. Το ίδιο και οι επιχειρήσεις. Οι δε καταθέτες πρέπει να είναι υπομονετικοί και να εμπιστεύονται τις ικανότητες του συστήματος να σώζει εαυτόν.