Skip to main content

Να διακινδυνεύσουμε όσα πετύχαμε;

«Έχουμε πετύχει την ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, τη σημαντική αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της και την υψηλή ανθεκτικότητά της».

Της Δήμητρας Καντεράκη, οικονομολόγου, υποψήφιας βουλευτή Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών με τη Νέα Δημοκρατία

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ κρίση χτυπάει πάλι την πόρτα της Ευρώπης. Η καταναγκαστική εξαγορά της Credit Suisse από
τη UBS προκαλεί έντονες αναταράξεις στην Ελβετία, η οποία δέχτηκε σοβαρό πλήγμα στην υπόληψη της χώρας
ως χρηματοπιστωτικού κέντρου. Οι επενδυτές δηλώνουν ανήσυχοι, εν μέσω του πλήγματος που έχει υποστεί
παγκοσμίως ο τραπεζικός τομέας λόγω της αύξησης των επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες. Έχει
προηγηθεί η κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ, που θεωρείται η δεύτερη μεγαλύτερη πτώχευση τράπεζας από το 2008. Ταυτόχρονα, οι ευρωπαϊκές αγορές είναι επιφυλακτικές, παρακολουθώντας στενά τις εξελίξεις των τραπεζικών μετοχών. Μέσα σε αυτή τη χρηματοοικονομική τρικυμία, ποια είναι η θέση της χώρας μας και τι διακυβεύεται;

ΑΣ ΔΟΥΜΕ τα δεδομένα. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι έχουμε πετύχει την ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, τη σημαντική αναβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της και την υψηλή ανθεκτικότητά της. Και όλα αυτά εν μέσω πρωτοφανών κρίσεων, όπως της πανδημίας του κορονοϊού, της πολλαπλής επιδείνωσης των σχέσεών μας με την Τουρκία και του πρώτου πολέμου -μετά τον Β’ Παγκόσμιο- ανάμεσα σε δύο ευρωπαϊκά κράτη.

ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΟ το ταραγμένο κλίμα οι οικονομικοί δείκτες βελτιώθηκαν. Η ανεργία μειώθηκε σημαντικά, αυξήθηκε το ΑΕΠ της χώρας, ενισχύθηκαν η ενεργειακή μας αυτονομία και ασφάλεια, βελτιώθηκε στο μέτρο του δυνατού η κοινωνική ευημερία.

ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ διαθέτουν μεγαλύτερη ρευστότητα, ενώ τα κόκκινα δάνεια έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό. Το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα μπορεί και πρέπει να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Είναι ενδεικτικό ότι η Societe Generale, εξετάζοντας τον βαθμό στον οποίο οι χώρες της Ευρωζώνης κινδυνεύουν από μια νέα κρίση χρέους μετά τα πρόσφατα γεγονότα, συγκαταλέγει Ιταλία και Βέλγιο στις πιο ευάλωτες. Αντίθετα η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται στις οικονομίες υψηλού κινδύνου, «καθώς έχει αντιμετωπίσει κάποια από τα δομικά ζητήματά της», όπως αναφέρει.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι: Όλα τα παραπάνω πρέπει να τα διακινδυνεύσουμε; Το ενισχυμένο κύρος και η αυξημένη
αξιοπιστία της χώρας μας εν μέσω διεθνών κρίσεων, οι 12 αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τους
διεθνείς οίκους αξιολόγησης την τελευταία τριετία, η προσδοκώμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας
υποδεικνύουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε.

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την εθνική οικονομία, τους επαγγελματίες και τα νοικοκυριά; Πρώτος και άμεσος αντίκτυπος θα είναι η μείωση του κόστους δανεισμού, άρα κράτος, επιχειρήσεις και ιδιώτες θα δανειζόμαστε φθηνότερα.

ΕΠΙΠΛΕΟΝ, η χώρα μας θα γίνει και πάλι πόλος έλξης επενδυτών, οδηγώντας σε αύξηση των θέσεων εργασίας και
του ΑΕΠ, πολλαπλασιασμό των εσόδων του κράτους και μεγέθυνση των διαθέσιμων πόρων για την άσκηση
κοινωνικής πολιτικής. Άρα, λοιπόν, εκείνο που πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού είναι η διατήρηση, ως χώρα, της αξιοπιστίας μας και η συνέχιση της βελτιούμενης πορείας της ελληνικής οικονομίας.