Skip to main content

Επιδοματική πολιτική και φοροδιαφυγή

Τoυ Χαράλαμπου Γκότση
Καθηγητής Οικονομικών, τ. πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Η επιδοματική πολιτική στη χώρα μας, ως μέσο άσκησης κοινωνικής πολιτικής, ήταν πάντα προβληματική. Είναι γνωστά άλλωστε τα συμπεράσματα μελετών, ότι παρά τα σημαντικά μεγέθη που διατίθενται από τον κρατικό προϋπολογισμό, το κοινωνικό αποτύπωμα που αφήνει η εφαρμογή της όχι μόνο δεν είναι ικανοποιητικό, αλλά συνοδεύεται και από μεγάλο διαχειριστικό κόστος, κατατάσσοντάς μας στις τελευταίες θέσεις στις σχετικές ευρωπαϊκές αξιολογήσεις.

Όμως η εμφάνιση αλλεπάλληλων κρίσεων -de facto χρεοκοπία, πανδημία, ενεργειακό πρόβλημα, πληθωρισμός οδήγησε και νέα στρώματα της κοινωνίας σε κατάσταση επαπειλούμενης φτώχειας και πολλούς μάλιστα στην κατηγορία των νεόπτωχων.

Οι νέες προκλήσεις ανέδειξαν νέες πιεστικές ανάγκες στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων με σκοπό την άμβλυνση των σκληρών οικονομικών επιπτώσεων στη ζωή και τη λειτουργία τους. Τα ποσά που διατέθηκαν είτε ως εισοδηματικές ενισχύσεις σε εργαζόμενους είτε ως (μη) επιστρεπτέες προκαταβολές σε επιχειρήσεις ήταν τεράστια. Στα 40 δισ. ευρώ περίπου ανήλθαν οι δαπάνες του κράτους για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ γύρω στα 15 δισ. διατέθηκαν για το οικονομικά μεγαλύτερο πρόβλημα της ενεργειακής κρίσης και του πληθωρισμού που πυροδότησε. Οι δαπάνες αυτές έθεσαν τη χώρα στην πρωτοπορία των ευρωπαϊκών χωρών σε ό,τι αφορά το μέγεθός τους σε σχέση με το ΑΕΠ.

Το ερώτημα που τίθεται κατ’ αρχάς είναι: από πού προήλθαν τα ποσά αυτά, που ισοδυναμούν σχεδόν με το διπλάσιο του πακέτου για το Ταμείο Ανάκαμψης ή το σύνολο της διαγραφής του δημόσιου χρέους του 2012; Οι διαθέσιμες πηγές για την πραγματοποίηση τέτοιων σημαντικών δαπανών είναι τρεις. Πρώτον, ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος, δεύτερον, η φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και, τρίτον, ο δανεισμός. Η επιλογή που έγινε για μεν την πανδημία ήταν ο δανεισμός περί τα 40 δισ. ευρώ από τις αγορές, με αρκετά χαμηλά επιτόκια είναι η αλήθεια, για δε τις επιπτώσεις της ενεργειακής και διατροφικής κρίσης από τις υπεραποδόσεις του ΦΠΑ, λόγω των υψηλότερων τιμών. Έτσι, με χρήματα του κράτους ενισχύθηκε η κατανάλωση (καλώς), κυρίως μετά το τέλος της κοινωνικής απομόνωσης που έφερε η πανδημία, ανέκαμψε η οικονομία και αυξήθηκαν οι καταθέσεις στις τράπεζες κατά 38 δισ. ευρώ, περίπου σε ισόποσα μερίδια μεταξύ ιδιωτών και επιχειρήσεων (κακώς). Με το τελευταίο, επιρρωνύεται και ο ισχυρισμός ότι η ενίσχυση του κράτους ήταν μεγαλύτερη από την αναγκαία, με στόχο να καλυφθούν ζωτικές ανάγκες νοικοκυριών ή να αντιμετωπιστούν προβλήματα παραμονής στην αγορά, βιώσιμων επιχειρήσεων, που προέκυψαν από την ακινησία της αγοράς λόγω των αλλεπάλληλων shutκαι lockdowns.

Εκτός όμως από την υπέρμετρη δοσολογία, που αφορά το ύψος της συνολικής έκτακτης δαπάνης, για μια χώρα μάλιστα που κατέχει τα σκήπτρα του εξωτερικού δανεισμού, εγείρονται και θέματα προβληματικής διαχείρισης και κατανομής των βαρών. Για τα ποικιλόμορφα επιδόματα και ενισχύσεις προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, χρησιμοποιήθηκε μια ευρεία γκάμα εργαλείων του «social engineering», η οποία διευκόλυνε βέβαια τη διάθεση και την πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις, με ελάχιστους όμως μηχανισμούς ελέγχου των πραγματικών αναγκών των επωφελούμενων. Με βασικό κριτήριο το φορολογητέο εισόδημα, ήταν αναμενόμενο ότι θα υπάρξουν αστοχίες. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι τα πραγματικά εισοδήματα απέχουν πολύ σε πολλές περιπτώσεις, αν εξαιρέσει κανείς τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, σε ό,τι αφορά το σκέλος των αμοιβών τους, από τα δηλωθέντα. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί από τους αποδέκτες των διευρυμένων επιδομάτων δεν έπρεπε να εισπράξουν ούτε ευρώ από τις ενισχύσεις, αντίθετα μάλιστα θα έπρεπε να συμμετέχουν στην κατανομή των βαρών, τα οποία τώρα επωμίζονται οι ειλικρινείς φορολογούμενοι και οι επόμενες γενιές, αφού πρόκειται για δανεικά, τα οποία το κράτος είναι υποχρεωμένο σταδιακά να επιστρέψει. Έτσι, είναι πασιφανές ότι η διεύρυνση των αποδεκτών των επιδομάτων σε κλίμακα εκατομμυρίων, μόνο ως στοχευμένη ενίσχυση αναξιοπαθούντων δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή.

Αντίθετα, για τον περιορισμό της δαπάνης που απαιτείται για την εφαρμογή της επιδοματικής πολιτικής, αλλά και της δικαιότερης κατανομής της, θα πρέπει να υπάρξουν ριζικές αλλαγές στη χάραξη της προνοιακής πολιτικής ως μέρους της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής του κράτους.

Πρώτον: Χωρίς καμία αμφισβήτηση, τα επιδόματα θα πρέπει να συνεχίσουν να καταβάλλονται και μάλιστα ενισχυμένα, σε όλες τις γνωστές ομάδες του πληθυσμού, οι οποίες είναι ευάλωτες και έχουν ανάγκη εφάπαξ ενίσχυσης ή μονιμότερης βοήθειας. Για τη δικαιότερη αντιμετώπιση του προβλήματος θα ήταν χρήσιμη η διεύρυνση του αποδεκτών του ελαχίστου εισοδήματος. Όμως και εδώ, αυτό θα πρέπει να γίνεται κατόπιν ελέγχου, όχι μόνο της φορολογικής τους δήλωσης, αλλά και των πραγματικών περιουσιακών στοιχείων τους με επιτόπιο έλεγχο του τρόπου διαβίωσης των συγκεκριμένων ατόμων. Σε όλα τα οργανωμένα κράτη εφαρμόζεται η μέθοδος της αιφνιδιαστικής επίσκεψης κλιμακίων κοινωνικών λειτουργών και άλλων ειδικών των υπηρεσιών των δήμων στις κατοικίες, ώστε να διαπιστωθεί αν πράγματι υπάρχει ανάγκη για τη στήριξη των νοικοκυριών με πόρους του κοινωνικού συνόλου.

Δεύτερον: Για τους πληττόμενους από άλλα γεγονότα, όπως για παράδειγμα τον πληθωρισμό, πρέπει να εφαρμόζονται γενικότερα μέτρα, π.χ. μείωση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας σε ορισμένα βασικά προϊόντα διατροφής ή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, όπως επίσης μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ενισχύσεις, που έχουν μονιμότερο χαρακτήρα, αφού και το φαινόμενο της ακρίβειας σε υψηλότερο επίπεδο θα έχει επίσης μεγάλη διάρκεια. Αντί λοιπόν να ενισχύονται κοινωνικές ομάδες οι οποίες κατά κανόνα φοροδιαφεύγουν, είναι προτιμότερο να μειώνονται οι φόροι, ώστε να επωφελούνται και οι ειλικρινείς φορολογούμενοι, οι οποίοι καλούνται με τους φόρους που πληρώνουν να ενισχύσουν φοροφυγάδες, που επιπρόσθετα εισπράττουν και επιδόματα.

Τρίτον: Είναι καιρός να ασχοληθούμε σοβαρά με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη χώρα μας. Υπολογίζεται ότι σε ετήσια βάση το κράτος καταγράφει μια απώλεια εσόδων κατά μέσο όρο 14-16 δισ. ευρώ το έτος. Πρόκειται για μια μάστιγα, η οποία αποστερεί το Δημόσιο από πόρους για την άσκηση κοινωνικής αλλά και αναπτυξιακής πολιτικής, που γεννά αδικίες αλλά και στρεβλώσεις στις ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των εταιρειών ή και ελεύθερων επαγγελματιών.

Από την έντυπη έκδοση