Του Θεόδωρου Τρύφων,
προέδρου της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας
H ελληνική φαρμακοβιομηχανία μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη του φαρμακευτικού κλάδου στην ευρύτερη περιοχή της Ν. Ευρώπης και ΝΑ Μεσογείου, αρκεί να προχωρήσουν αποφασιστικά οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά φαρμάκου.
Εάν το 60% της αγοράς καλυφθεί από φάρμακα εγχώριας παραγωγής σε ανταγωνιστικές τιμές, η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ της χώρας θα είναι 3,4 – 3,8 δισ. ευρώ, θα δημιουργηθούν 2.000-2.500 νέες θέσεις εργασίας, θα αυξηθεί η παραγωγικότητα, το ανθρώπινο κεφάλαιο και η τεχνογνωσία και θα συγκρατηθεί η φαρμακευτική δαπάνη, λόγω της χρήσης οικονομικότερων φαρμακευτικών επιλογών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ελληνική φαρμακοβιομηχανία θα εδραιώσει τη θέση της ως ηγέτης στην ανάπτυξη και παραγωγή γενοσήμων φαρμάκων στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και σταδιακά θα μετατραπεί σε Κέντρο Φαρμακευτικής Τεχνολογίας (technology hub).
Όμως, για να μπορέσει ο κλάδος της φαρμακοβιομηχανίας να μπει σε αυτήν τη θετική πορεία ανάπτυξης, θα πρέπει να σπάσει ο φαύλος κύκλος των οριζόντιων μέτρων λογιστικού χαρακτήρα που λαμβάνονται από όλες τις κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια και που έχουν μεν ως στόχο τη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης, όμως δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα στον τομέα της αναδιάρθρωσης της φαρμακευτικής αγοράς.
Το πρόβλημα εντοπίζεται κατ’ αρχήν στους πολύ χαμηλούς προϋπολογισμούς της φαρμακευτικής δαπάνης στον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία. Στη σημερινή πραγματικότητα των σημαντικών καθυστερήσεων στην εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων για τον έλεγχο της κατανάλωσης και της ασφαλιστικής αποζημίωσης, της δυναμικής των νέων ακριβών θεραπειών που αυξάνουν το κόστος της θεραπείας και της έλλειψης κινήτρων για τη χρήση οικονομικότερων φαρμάκων, τα όρια των προϋπολογισμών δεν επαρκούν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την επιβολή εξοντωτικών υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών rebate και clawback που ήδη οδηγούν πολλά φάρμακα χαμηλότερα από το όριο της βιωσιμότητάς τους.
Ειδικά δε σε ό,τι αφορά στα οικονομικά γενόσημα φάρμακα, η στρέβλωση είναι εντονότερη, αφού μετά τις υπερβολικές συνεχείς μειώσεις τιμών που κυμαίνονται μεταξύ 8%-10% κάθε εξάμηνο, ακολουθούν επιπλέον έμμεσες μειώσεις μέσω του πρόσφατα αυξημένου rebate και κυρίως μέσω της άδικης παράτυπης επιβάρυνσης του clawback που αντί να εφαρμόζεται μόνο στα φάρμακα που ευθύνονται για την αύξηση της δαπάνης, επιβαρύνει και τα γενόσημα που όχι μόνο δεν αυξάνουν τη δαπάνη, αλλά αντίθετα τη μειώνουν και μάλιστα όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται, αφού υποκαθιστούν ακριβότερα φάρμακα.
Η παραμονή των οικονομικών γενοσήμων φαρμάκων στο σύστημα απαιτεί τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου συστήματος ρεαλιστικής και βιώσιμης τιμολόγησης, ενώ οι όποιες περαιτέρω μειώσεις τιμών οφείλουν να βρίσκονται σε συνάρτηση με την αύξηση του όγκου τους. Ακόμη, το clawback πρέπει να κατανέμεται με δίκαιο τρόπο, επιβαρύνοντας τα φάρμακα που προκαλούν την υπέρβαση στη δαπάνη. Η αύξηση της χρήσης των γενοσήμων απαιτεί τη θεσμοθέτηση στόχων και κινήτρων για τους ιατρούς και τους φαρμακοποιούς. Ταυτόχρονα, πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή δεσμευτικά πρωτόκολλα για τον εξορθολογισμό της συνταγογράφησης και την προώθηση της επιλογής κατ’ αρχήν οικονομικότερων θεραπειών ως πρώτη γραμμή θεραπείας.
Τέλος, είναι απαραίτητη η ευαισθητοποίηση των ασθενών και του κοινού για την αξία και το όφελος από τη χρήση γενοσήμων οικονομικών φαρμάκων.