Του Γρηγόρη Σαραφιανού,
προέδρου της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών Κλινικών ΠΕΙΚ και μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ιδιωτικών Νοσοκομείων UHEP.
Όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της συνεχούς αύξησης των δαπανών για την υγεία ως συνέπεια της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, της γήρανσης του πληθυσμού και της υπογεννητικότητας, της αντιμετώπισης ασθενειών με νέες θεραπείες υψηλού κόστους και νέες διαγνωστικές μεθόδους που απαιτούν συνεχή ανανέωση του ιατρικού εξοπλισμού λόγω της ταχύτατα εξελισσόμενης ιατρικής τεχνολογίας που απαιτούν υψηλές δαπάνες για επενδύσεις.
Ταυτόχρονα, οι απαιτήσεις του πληθυσμού για ελεύθερη πρόσβαση σε νέες διαγνωστικές μεθόδους, σε νέες θεραπείες, σε ελεύθερη επιλογή ιατρού και θεραπευτηρίου και συγχρόνως τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικοί φορείς της ΕΕ δημιουργούν ένα παζλ που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καλούνται να επιλύσουν.
Στον τομέα της υγείας, οι πολιτικές πρέπει να εξασφαλίζουν την καθολική πρόσβαση σε ποιοτική υγειονομική περίθαλψη, σε αποτελεσματικές και αποδοτικές, ως προς το κόστος, υπηρεσίες υγείας και να ενισχύουν τα δίκτυα κοινωνικής ασφάλισης μέσω μέτρων πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασης.
Σε αρκετές χώρες έχει διαπιστωθεί η ανάγκη μεταρρύθμισης των συστημάτων υγείας και μόνο φέτος αρκετά κράτη – μέλη έλαβαν συστάσεις για δραστικές μεταρρυθμίσεις ώστε τα συστήματά τους να ανταποκρίνονται καλύτερα στις προτεραιότητες που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Βέβαια τα συστήματα υγείας είναι πολύπλοκα και η καλή λειτουργία τους έχει καθοριστική σημασία για την καλή υγεία των πολιτών της Ε.Ε. Λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, τα κράτη-μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε τα συστήματα υγείας να μπορούν να προσαρμόζονται αποτελεσματικά στις ανάγκες των πολιτών, καθώς και να εντοπίζουν και να εφαρμόζουν καινοτόμες λύσεις για την αντιμετώπιση σημαντικών μελλοντικών προκλήσεων, με απώτερο στόχο τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού τους.
Στην Ελλάδα των μνημονίων του 2017 οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας αποτελούν μονόδρομο. Όμως οι οικονομικές δυνατότητες, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, το οποίο συνεχώς συρρικνώνεται, είναι περιορισμένες. Γι’ αυτό θα πρέπει να γίνουμε ρεαλιστές, μακριά από ιδεοληψίες και να σχεδιάσουμε τις αλλαγές με το μικρότερο δυνατό κόστος αλλά με αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα και με ποιότητα.
Οι αλλαγές θα πρέπει να στηριχτούν και στους δυο πυλώνες του συστήματος υγείας, τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να ανταγωνισμό, αλλά με συνεργασίες που θα αποφέρουν συνέργειες και οικονομίες κλίμακος.
Χωρίς Δημόσιο Πρωτοβάθμιο Σύστημα Υγείας είναι ουτοπία, ανεδαφικό και χωρίς πιθανότητες επιτυχίας να σχεδιάσουμε ένα νέο δημόσιο σύστημα λαμβάνοντας υπόψη τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της πατρίδας μας και τα κόστη όχι μόνο της δημιουργίας αλλά και της συντήρησης και ανάπτυξής του τη στιγμή που έχουμε ένα ανεπτυγμένο ιδιωτικό δίκτυο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας με ιδιωτικά ιατρεία και με διαγνωστικά κέντρα τα οποία θα πρέπει να εντάξουμε στο σύστημα και να εκμεταλλευτούμε τις ποιοτικές, αποτελεσματικές και άμεσες υπηρεσίες που προσφέρουν, καλύπτοντας η κοινωνική ασφάλιση το κόστος, που σε κάθε περίπτωση είναι κατά πολύ μικρότερο από την δημιουργία ενός νέου δημόσιου συστήματος ΠΦΥ.
Όσο για τη θέσπιση του οικογενειακού ιατρού, που όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις επαγγέλλονταν, ας αναρωτηθούμε για τις αιτίες της κατάρρευσης των συστημάτων υγείας των ανεπτυγμένων βόρειων ευρωπαϊκών χωρών, με πρώτο αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στη δευτεροβάθμια περίθαλψη η κατάσταση θυμίζει χώρα με χαρακτηριστικά αναδυόμενης αγοράς.
Όλοι μας έχουμε διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την κατάσταση που επικρατεί και συνεχώς χειροτερεύει. Ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό λόγω συνταξιοδότησης αλλά και λόγω μετανάστευσης στο εξωτερικό, Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών με λίστας αναμονής 6-7 ωρών που μπορούν να αποβούν μοιραίες για ανθρώπινες ζωές, έλλειψη στοιχειώδους αναλώσιμου υγειονομικού υλικού, έλλειψη κλινοσκεπασμάτων, ιματισμού και ειδών ατομικής φροντίδας που θυμίζουν εικόνες νοσοκομείων σε εμπόλεμες περιοχές.
Υπερβολές; Όχι. Απλά μια σκληρή πραγματικότητα. Νοσηλευτές ανά 50 ασθενείς, νοσηλεία που πραγματοποιείται όταν και εάν προλάβουν οι νοσηλευτές και εάν φυσικά υπάρχουν τα φάρμακα, τραυματιοφορείς είδος προς εξαφάνιση, κουδούνια κλήσης νοσηλευτών ανύπαρκτα ή όταν υπάρχουν με ανταπόκριση μετά από πολύωρη αναμονή, που μπορεί να είναι κρίσιμη και τέλος λίστα χειρουργείων μετά από πολλούς μήνες και φυσικά εάν υπάρχουν υλικά επεμβάσεων. Βέβαια με γνωριμίες μπορεί κάπως να μειωθεί και να χειρουργηθείς νωρίτερα, εάν βέβαια επιζήσεις έως τότε.
Στην αντίπερα όχθη, ο ιδιωτικός τομέας δευτεροβάθμιας περίθαλψης, ιδιωτικές κλινικές, διώκεται με ληστρικά μέτρα υποχρεωτικών διά νόμου και μάλιστα αναδρομικής ισχύος, εκπτώσεων σε ύψη που εξαντλούν κάθε ρευστότητα και οδηγούν τη λειτουργία τους σε οριακές συνθήκες, οδηγώντας τους ασθενείς να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη, διότι ο ΕΟΠΥΥ αφενός με τα Claw Back και Rebate σε επίπεδα εξωπραγματικά, παράλογα, της τάξης του 50%-75% και αφετέρου με αυθαίρετες, παράνομες και αδιανόητες ιατρικά ΟΛΙΚΕΣ περικοπές νοσηλειών, κατά τον ιατρικό έλεγχο, μετά από 6-7 μήνες, από την οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή από ελεγκτές είτε άλλων επιστημών υγείας (οδοντίατροι, φαρμακοποιοί), είτε από ιατρούς ειδικοτήτων με περιορισμένο επιστημονικό γνωστικό αντικείμενο και όχι των βασικών ειδικοτήτων, οδηγούν τις κλινικές σε απόγνωση και σε πιθανή μαζική αναστολή λειτουργίας τους επομένους μήνες.
Και όμως οι ιδιωτικές κλινικές δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά αλλά συνεργατικά με τα δημόσια νοσοκομεία.
Υπηρεσίες που προσφέρουν τα δημόσια νοσοκομεία στοιχίζουν στον φτωχοποιημενο Έλληνα φορολογούμενο πολίτη πολλαπλάσια από τον ιδιωτικό τομέα.
Και όμως κάποιες υπηρεσίες θα μπορούσαν να παραχωρηθούν στον ιδιωτικό τομέα. Γιατί όχι και το management ολόκληρων δημόσιων νοσοκομειακών μονάδων, περιορίζοντας τα κόστη υγειονομικής περίθαλψης που αναλαμβάνει να καλύψει ο ΕΟΠΥΥ και σε προέκταση ο κρατικός προϋπολογισμός με τις συνεχείς παράνομες κρατικές ενισχύσεις.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα με δημόσια νοσοκομεία δυσανάλογα σε αριθμό με τον πληθυσμό της και με χαμηλές πληρότητες αλλά και με πολλές κλινικές της ίδιας ειδικότητας που δημιουργήθηκαν επί όλων των κυβερνήσεων για την εξυπηρέτηση κομματικών υποχρεώσεων.
Ένα νοσοκομείο σε κάθε πρωτεύουσα νομού, ενίσχυση του στόλου του ΕΚΑΒ και των ελικοπτέρων του, άμεση αερομεταφορά από κάθε απομακρυσμένο νησί στο κοντινότερο εξοπλισμένο Γενικό Νοσοκομείο, καμία απόλυση προσωπικού αλλά αντίθετα κάλυψη των κενών με τη μετακίνησή τους σε άλλα νοσοκομεία της ίδιας περιφέρειας και ταυτόχρονα παραχώρηση του management συνολικά Δημόσιων Νοσοκομείων ή μεμονωμένων υπηρεσιών σε ιδιώτες είναι μια πρόταση που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ένα νέο στρατηγικό σχεδιασμό.
Στο δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης που υποχρεωτικά πρέπει να ακολουθήσουμε για να βγούμε από τα μνημόνια, ο τομέας της υγείας μπορεί να πρωταγωνιστήσει, όπως άλλωστε συνέβη και την δεκαετία 2000-2010.
Στην Ευρώπη οι ιδιωτικές κλινικές προσαρμόζονται στην πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και της ιατρικής τεχνολογίας και ενσωματώνουν στη λειτουργία τους την επανάσταση της πληροφορικής, εξελισσόμενες σε smart κλινικές – νοσοκομεία. Αυτό σημαίνει επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας, υψηλή ποιότητα υπηρεσιών για τον ασθενή, αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, άμεση επιστροφή στην εργασία και στην καθημερινή δραστηριότητα.
Πρέπει να συνδέσουμε την έρευνα και την καινοτομία με την επιχειρηματικότητα, να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα, με στόχο τη μετάβαση στην ποιοτική καινοτόμο επιχειρηματικότητα.
Εμείς θα πούμε όχι λόγω ιδεοληψιών ή θα προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε το ανέφικτο κατασπαταλώντας πολύτιμους δημόσιους πόρους και καταστρέφοντας τον ιδιωτικό τομέα;
Ας κάτσουμε σε ένα τραπέζι, όλοι μαζί, υπουργείο και πάροχοι, καλόπιστα, να χαράξουμε ένα εφαρμόσιμο νέο σύστημα υγείας που θα τεθεί άμεσα σε λειτουργία.
Η αναγκαία μεταρρύθμιση του Ελληνικού Συστήματος Υγείας δεν μπορεί να περιμένει.