Οι εμβολιασμοί αποτελούν την κορωνίδα των παρεμβάσεων δημόσιας υγείας σήμερα. Όπως σημειώνει ο κ. Κώστας Αθανασάκης, Οικονομολόγος Υγείας Τομέας Οικονομικών της Υγείας, ΕΣΔΥ, αποτελούν μια παρέμβαση η οποία παράγει ένα πραγματικό δημόσιο αγαθό και στοιχειοθετεί μια κοινωνική υποδομή. Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πλέον εκτεταμένα προγράμματα εμβολιασμού στην ΕΕ, σημειώνοντας καλές επιδόσεις στα παιδιά και στους εφήβους και λιγότερο καλές επιδόσεις (αρκετά χαμηλότερα των συστάσεων) στους εμβολιασμούς ενηλίκων. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι ύπαρξη ενός εμβολίου δεν συνεπάγεται αυτόματα και τη χρήση του.
Στάσεις, συμπεριφορές, κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά και μια σειρά από άλλους παράγοντες διαμορφώνουν τους δείκτες κάλυψης και επηρεάζουν την τελική κοινωνική αξία των εμβολίων. Παράλληλα το τρέχον ρυθμιστικό πλαίσιο για την Αξιολόγηση Τεχνολογίας Υγείας πιθανότατα αδυνατεί να συνεκτιμήσει το πλήθος των επιδράσεων από τον εμβολιασμό, ενώ διεθνώς, υφίσταται μια έντονη συζήτηση και ερευνητική δραστηριότητα στο ζήτημα
H εικόνα της αγοράς
Η αγορά των εμβολίων προσέγγισε το 2017 τα 165 εκατ. ευρώ αποτελώντας μάλιστα ένα σημαντικό μέρος των πωλήσεων για τα ελληνικά φαρμακεία. Οι επιτυχημένες καμπάνιες από το 2016 για τη γρίπη και τον πνευμονιόκοκκο, σε συνδυασμό με την ανησυχία για την ιλαρά, τόνωσαν την αγορά, η οποία φαίνεται σε απόλυτα νούμερα να ενισχύθηκε κατά 20 εκατ. ευρώ. Πρωταγωνιστές στη συγκεκριμένη αγορά είναι οι εταιρείες GSK, MSD, Pfizer και Βιανέξ (διακινώντας τα εμβόλια της Sanofi Pasteur).
Σύμφωνα με στοιχεία, τα οποία αφορούν την αγορά των ιδιωτικών φαρμακείων, πέρυσι διατέθηκαν συνολικά περί τα 4,7 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων έναντι 4,4 εκατομμύρια δόσεις το 2016, με το 30% αυτών να αφορά τους εμβολιασμούς κατά της γρίπης. Συνέπεια της εξέλιξης αυτής ήταν να ενισχυθεί κατά 14% και ο τζίρος των ιδιωτικών φαρμακείων από τα εμβόλια, ο οποίος εκτιμάται ότι προσέγγισε τα 165 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν εκτιμήσεις βασισμένες στις μετρήσεις της IQVIA, ενώ υπάρχουν εκπρόσωποι του κλάδου που εκτιμούν το ύψος της αγοράς να είναι κατά 10% χαμηλότερο, χωρίς όμως να αμφισβητείται η ανοδική τάση τόσο το 2016 όσο και το 2017.
Με βάση λοιπόν τα υπάρχοντα στοιχεία, συνολικά από πλευράς όγκου, υπολογίζεται ότι τα εμβόλια που διακινήθηκαν πέρυσι σημείωσαν αύξηση της τάξης του 8%. Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στον υπερδιπλασιασμό των εμβολίων για την ιλαρά, όπως προαναφέρθηκε. Με βάση λοιπόν τα συνδυαστικά στοιχεία για μια σειρά 44 εμβολίων, τα 18 σημείωσαν πέρυσι άνοδο, ενώ 20 ήταν εκείνα τα οποία παρουσίασαν μείωση. Σημειώνεται επίσης ότι υπάρχουν και 6 εμβόλια για τα οποία έχουμε στοιχεία πρώτη φορά το 2017 και κατά κύριο λόγο αποτελούν εξελιγμένες μορφές παλαιότερων εμβολίων.
Εμβόλια ανά κατηγορία
Όπως και το 2016, το εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο της εταιρείας Pfizer ήταν το Νο1 εμβόλιο από πλευράς πωλήσεων, με το συνολικό ύψος αυτών να φτάνει στα περίπου 41,5 εκατ. ευρώ σε τιμές λιανικής, σημειώνοντας όμως ελαφρά κάμψη σε σχέση με το 2016, με περίπου 12 χιλιάδες δόσεις λιγότερες. Βάσει του όγκου του, που έφτασε τις 659 χιλιάδες δόσεις, το συγκεκριμένο εμβόλιο βρίσκεται στη δεύτερη θέση των πλέον διακινούμενων εμβολίων.
Από πλευράς όγκου την πρώτη θέση κατέχει ένα «νέο» εμβόλιο για τη γρίπη, το οποίο ανήκε μέχρι και το τέλος του 2016 στην κοινοπραξία Sanofi Pasteur – MSD, ενώ στο εξής εντάσσεται στο χαρτοφυλάκιο της πρώτης και διακινείται από τη Βιανέξ. Το εν λόγω αντιγριπικό εμβόλιο σημείωσε πωλήσεις της τάξης του 1,1 εκατομμυρίου δόσεων, αξίας 15 εκατ. ευρώ, που το φέρνουν στην τρίτη θέση των πωλήσεων από πλευράς αξίας.
Με βάση τα στοιχεία της αγοράς, δεύτερο από πλευράς συνολικής αξίας πωλήσεων είναι το γνωστό εμβόλιο για τον μηνιγγιτιδόκοκκο της GSK, το οποίο εντάχθηκε τελικά υπό προϋποθέσεις στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμών. Το 2017 στο συγκεκριμένο εμβόλιο διακινήθηκαν περίπου 171 χιλιάδες δόσεις, ήτοι 60.000 περισσότερες σε σχέση με το 2016, συνολικής αξίας περίπου 18 εκατ. ευρώ.
Τέταρτο από πλευράς αξίας ήταν το 2017 το μικτό εμβόλιο (περιέχει δραστικές ουσίες προερχόμενες από τη διφθερίτιδα, τον τέτανο, τον κοκκύτη, το βακτήριο αιμόφιλος της γρίπης τύπου β, τον ιό της ηπατίτιδας Β κ.λπ.) με 181 χιλιάδες δόσεις, αξίας 12,4 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας σχετική άνοδο σε σχέση με το 2016, ενώ αντίστοιχο εμβόλιο βρίσκεται στην επόμενη θέση από πλευράς τζίρου με 8,3 εκατ. ευρώ, από άλλη όμως εταιρεία.
Να σημειώσουμε βέβαια ότι ψηλά στις πωλήσεις βρίσκονται τα δύο «συγγενικά» εμβόλια για τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων HPV από την MSD με συνολικές πωλήσεις 107 χιλιάδων δόσεων, αξίας 14,5 εκατ. ευρώ.