Skip to main content

Ανασφάλιστοι και νέα σκευάσματα διογκώνουν τη φαρμακευτική δαπάνη

Ανασφάλιστοι και νέα σκευάσματα αυξάνουν τη φαρμακευτική δαπάνη, αλλά και τις επιβαρύνσεις της φαρμακοβιομηχανίας, που εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν το 2018 το 1,260 δισ. ευρώ, έναντι 1,150 δισ. ευρώ τη χρονιά που πέρασε. Με βάση τα τελευταία αναθεωρημένα στοιχεία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), ενώ το rebate (οι υποχρεωτικές εκπτώσεις στις πωλήσεις φαρμάκων) αυξάνει, την ίδια στιγμή το clawback δεν παρουσιάζει τάσεις αποκλιμάκωσης.

Μάλιστα πληροφορίες του κλάδου αναφέρουν ότι μόνο τον Ιανουάριο του 2018 η υπέρβαση της εξωνοσοκομειακής δαπάνης εκτινάχθηκε στα 53 εκατ. ευρώ, έναντι 39 εκατ. ευρώ πέρυσι. Από τα στοιχεία λοιπόν του Ιανουαρίου η πρώτη εκτίμηση για το σύνολο του έτους δείχνει να είναι μάλλον συντηρητική, αν και φαίνεται μια σχετική σταθεροποίηση στο Φεβρουάριο. Η αιτία είναι ότι αφενός οι ανάγκες για φάρμακα αυξάνουν λόγω και των χιλιάδων ανασφάλιστων που καλύπτονται από το σύστημα Υγείας, αφετέρου, παρά τις μειώσεις τιμών στα παλαιότερα, τα νέα φάρμακα που εισήλθαν πρόσφατα στην αγορά έχουν υψηλές τιμές.

Οι εκπρόσωποι του κλάδου έχουν επισημάνει και στο παρελθόν πως οι εταιρείες στηρίζουν το σύστημα Υγείας, καθώς μέσω των υποχρεωτικών εκπτώσεων κι επιστροφών καλύπτουν τους ανασφάλιστους. Υπολογίζεται, δε, πως για το 2017 περί τους 850 χιλιάδες πολίτες καλύφθηκαν μέσω των χρημάτων που προήλθαν από clawback και rebate και ανήλθαν στα 165 εκατ. ευρώ, υποκαθιστώντας την κοινωνική πολιτική του κράτους, όπως έχει αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρώην πρόεδρος του ΣΦΕΕ Πασχάλης Αποστολίδης. Σύμφωνα με τον κ. Αποστολίδη, επίσης, εκτιμάται πως το ποσό αυτό το 2018 θα εκτιναχθεί στα 220 εκατ. ευρώ.

«Λίγοι γνωρίζουν ότι οι πολιτικές Υγείας που ακολουθήθηκαν ως σήμερα για τον εξορθολογισμό των δαπανών Υγείας εστιάστηκαν ως επί το πλείστον στο φάρμακο, το οποίο όμως αφορά μόνο το 15% των συνολικών δαπανών Υγείας, μην αγγίζοντας το υπόλοιπο 85%» ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ, σημειώνοντας πως η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στα χρόνια της οικονομικής κρίσης έχει μειωθεί σε ποσοστό άνω του 60%.

«Οι ανάγκες των ασθενών, συμπεριλαμβανομένων των ανασφάλιστων, των προσφύγων και των μεταναστών, αυξάνονται ραγδαία» τονίζει ο κ. Αποστολίδης, προσθέτοντας πως αυτή την υπέρβαση «την πληρώνει ως υποχρεωτική επιστροφή ο φαρμακευτικός κλάδος (clawback). Αποτελούμε κύριο πυλώνα χρηματοδότησης του συστήματος Υγείας, συνεισφέροντας στο 1/3 της φαρμακευτικής δαπάνης (μόνο για το 2017 επιστρέψαμε πάνω από 1 δισ. ευρώ στο Δημόσιο), 4 φορές πάνω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο και παράλληλα το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλο κλάδο της ελληνικής οικονομίας».

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ, εξαιρουμένης της συμμετοχής των ασθενών και της κάλυψης από τον ΕΟΠΥΥ που είναι παγιωμένη στο 1,945 δισ. ευρώ, η βιομηχανία κατέβαλε περί τα 414 εκατ. ευρώ για rebate και 487 εκατ. ευρώ ως clawback. Με βάση τη σημερινή κατάσταση και την πορεία της αγοράς κατά τους πρώτους μήνες, εκτιμάται ότι η επιβάρυνση θα αυξηθεί περαιτέρω και συγκεκριμένα αναμένεται ο φετινός λογαριασμός για rebate να φτάσει στο μισό δισ. ευρώ, ενώ στο ίδιο επίπεδο αναμένεται και το clawback.

Την ίδια στιγμή, ενώ η δημόσια εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη παραμένει στο 1,945 δισ. για τα τελευταία χρόνια, η νοσοκομειακή παίρνει καθοδική πορεία. Έτσι, από 590 εκατ. ευρώ το 2016, υποχώρησε σε 580 εκατ. ευρώ το 2017 και εκτιμάται στα 530 εκατ. ευρώ το 2018.

Προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες για νοσοκομειακά φάρμακα, η φαρμακοβιομηχανία καλείται να εισφέρει με clawback, το οποίο, με βάση τις εκτιμήσεις που παρουσίασε ο κ. Θεοδωράκης για το 2016, διαμορφώθηκε στα 205 εκατ. ευρώ, το 2017 στα 250 εκατ. ευρώ και την τρέχουσα χρονιά αναμένεται στα 260 εκατ. ευρώ.

Ο συνολικός λογαριασμός σε rebate και clawback για φέτος, με βάση τους συγκεκριμένους υπολογισμούς, αναμένεται στο 1,260 δισ. ευρώ, έναντι 1,150 δισ. ευρώ το 2017. 

Εκτιμήσεις ΕΟΠΥΥ

Μειωμένες επιβαρύνσεις προς τους παρόχους υγείας αλλά και νέες κατηγορίες παρόχων που εισέρχονται στη διαδικασία αυτόματων επιστροφών (clawback) προβλέπει ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ για το 2018. Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά στοιχεία του οργανισμού, το συνολικό clawback που θα κληθούν να επιστρέψουν οι πάροχοι υπηρεσιών υγείας για το 2018 διαμορφώνεται στα 757 από 801 εκατ. ευρώ που είχε υπολογιστεί αρχικά.

Ειδικότερα, όσον αφορά τα έσοδα του οργανισμού, φαίνεται η μείωση της κρατικής επιχορήγησης από 325 εκατ. ευρώ στα 100 εκατ. ευρώ και οι ασφαλιστικές εισφορές προσδιορίστηκαν στα 4.696 εκατ. ευρώ έναντι 4.425 εκατ. ευρώ που είχαν προϋπολογιστεί πέρυσι, αλλά είχαν αναπροσαρμοστεί τελικά στα 4.753 εκατ. ευρώ. Κι εδώ δηλαδή, διαπιστώνεται μία σχετική μείωση της τάξης των 57 εκατ. ευρώ.

Αξίζει να δούμε πιο συγκεκριμένα τι προβλέπει για φέτος ο προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ για κάθε κατηγορία συμβεβλημένων παρόχων, όσον αφορά τις επιβαρύνσεις σε rebate και clawback σε σύγκριση με την 8η τροποποίηση του προϋπολογισμού για το 2017 

Για φέτος τα διαγνωστικά θα πρέπει να καταβάλουν clawback 185 εκατ. ευρώ έναντι 290,2 εκατ. ευρώ το 2017. Οι ιδιωτικές κλινικές θα πρέπει να καταβάλουν επίσης 438 εκατ. ευρώ έναντι 504 εκατ. ευρώ. Τέλος οι φυσικοθεραπευτές θα πρέπει να καταβάλουν ως clawback 31 εκατ. ευρώ έναντι 41 εκατ. ευρώ πέρυσι. 

Επίσης για φέτος προβλέπεται για πρώτη φορά και clawback για τα συμπληρώματα διατροφής ύψους 13 εκατ. ευρώ καθώς και για υγειονομικό υλικό 90 εκατ. ευρώ.

Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τον προϋπολογισμό των εξόδων, ο ΕΟΠΥΥ για φέτος έχει συμπεριλάβει στο σχετικό πίνακα, δαπάνες 221 εκατ. ευρώ για ιδιωτικές κλινικές όταν πέρυσι το αντίστοιχο ποσό ήταν 265 εκατ. ευρώ. Όμως έχει επίσης συμπεριλάβει για τις ιδιωτικές κλινικές και επιπλέον δαπάνη 285 εκατ. ευρώ για νοσήλια της προηγούμενης χρονιάς η οποία είναι μειωμένη σε σχέση με τον προϋπολογισμό του 2017.

Για τα διαγνωστικά η πρόβλεψη είναι 291 εκατ. ευρώ για το 2018 έναντι 350 εκατ. ευρώ το 2017, ενώ κι εδώ υπάρχει καταγεγραμμένη επιπλέον δαπάνη 185 εκατ. ευρώ για εξετάσεις της προηγούμενης χρονιάς. Για ιατρικές επισκέψεις επίσης προβλέπονται 92 εκατ. ευρώ έναντι 110 εκατ. ευρώ το 2017.