Skip to main content

Νέες προοπτικές ανοίγονται μπροστά μας για την οικονομία και τη ναυτιλία

Του Βασίλη Κορκίδη*

Οικονομία και ναυτιλία είναι διαχρονικά άρρηκτα συνδεδεμένες «έννοιες», με τη συνεισφορά της ναυτιλίας στο ΑΕΠ να παραμένει παραδόξως στην «αθέατη πλευρά» του οικονομικού γίγνεσθαι αυτής της χώρας. Η ελληνική οικονομία, όπως και οι λοιπές οικονομίες ανά τον κόσμο, αντιμετωπίζει σήμερα την «ασύμμετρη απειλή» των κυμάτων της πανδημίας. Με τα σημερινά δεδομένα η «ανοσοποίηση» της οικονομίας αποτελεί ένα «στοίχημα» που θα πρέπει να κερδηθεί ώστε να τεθούν οι βάσεις για την ανάπτυξή της. Είναι γεγονός ότι το οικονομικό επιτελείο τής υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη κυβέρνησης έδειξε καλά αντανακλαστικά με ευέλικτες παρεμβάσεις χάρη στις οποίες απορροφήθηκαν σε μεγάλο μέρος οι ισχυροί κλυδωνισμοί που προκλήθηκαν στους επιμέρους τομείς της οικονομίας. Ωστόσο, η σταδιακή επιδείνωση των επιδημιολογικών τάσεων, λόγω της εμφάνισης του στελέχους «Δέλτα», σε συνδυασμό με την επιβράδυνση των ρυθμών εμβολιασμού, αύξησαν την αβεβαιότητα. Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε σοβαρή υγειονομική επιδείνωση θα αποβεί επώδυνη και ζημιογόνα για όλους. Ωστόσο ενθαρρυντικό στοιχείο αποτελεί η πρόσφατη εκτίμηση της ΕΤΕ, σύμφωνα με την οποία το ΑΕΠ του δευτέρου τριμήνου θα αυξηθεί με ρυθμό άνω του 13% ετησίως, έναντι της προηγούμενης πρόβλεψης για αύξηση του 10% ετησίως, λαμβάνοντας μεγάλη ώθηση από την ιδιωτική κατανάλωση η οποία και στηρίζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις τις οποίες έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ραχοκοκαλιά της οικονομίας».

Με το βλέμμα, λοιπόν, στην επόμενη μέρα των ελληνικών ΜμΕ μετά το πέρας της πανδημίας, κρίσιμο ζήτημα αποτελεί ο χρόνος της ανάκαμψης και ο απολογισμός του αποτυπώματος της υγειονομικής κρίσης στη μελλοντική λειτουργία τους. Διερευνώντας τον βαθμό στον οποίο συνέβαλαν τα κρατικά και τραπεζικά μέτρα παροχής ρευστότητας στην επιβίωση των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια των περιορισμών, καταγράφονται δομικές επιδράσεις στη μεσοπρόθεσμη λειτουργία των ΜμΕ, όπως αυτές διαφαίνονται από τη μεταβολή βασικών καταναλωτικών συνηθειών.

Προκειμένου επίσης να αντιμετωπισθούν οι πρωτοφανείς συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία, η μεγάλη πλειονότητα των ΜμΕ στράφηκε προς τις προσφερόμενες ενισχύσεις, προτιμώντας τα εργαλεία εκείνα που προσέφεραν άμεση ρευστότητα. Τα μέτρα κάλυψαν το84% των ΜμΕ, εκ των οποίων το 52% άντλησε επαρκή ρευστότητα προκειμένου να συνεχίσει τη λειτουργία του, σε ικανοποιητικό βαθμό, ενώ το 17% δήλωσε πως η στήριξη δεν ήταν επαρκής.

Η διαθέσιμη προς τις επιχειρήσεις ρευστότητα βοήθησε ώστε η πτώση πωλήσεων και κερδών κατά περίπου 40% στη διάρκεια της πανδημίας να μη μεταφραστεί σε έκρηξη λουκέτων και ανεργίας. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως ακόμα και σε αυτή τη φάση μετάλλαξης της πανδημίας οι ΜμΕ ανέκαμψαν με υψηλότερες πωλήσεις και κερδοφορία σε σχέση με το 2020 ανάλογα τον κλάδο από 23%-29%. Κάποιες μάλιστα σχεδιάζουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους, τόσο όσον αφορά την απασχόληση όσο και την επέκταση των πάγιων εγκαταστάσεών τους.

Αξίζει να αναφερθεί πως η ανάκαμψη αρκετών δραστηριοτήτων έχει ήδη αρχίσει δειλά δειλά να πραγματοποιείται, καθώς 2 στους 10 ΜμΕ φαίνεται πως έχουν επανέλθει στα επίπεδα πωλήσεων του 2019, και 5 στους 10 εκτιμούν ότι εκτός απροόπτου θα επανακάμψουν εντός της επόμενης διετίας. Ωστόσο, η ανάκαμψη για τους 3 στους 10 των ΜμΕ αναμένεται βραδύτερη, καθώς εκτιμάται πως θα επανέλθουν στα πρότερα επίπεδα δραστηριότητας σε περισσότερο από 3 χρόνια, με τις 4 στις 10 πολύ μικρές επιχειρήσεις να επηρεάζονται εντονότερα, έναντι των 3 στις 10 των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Συμπερασματικά, μετά το αρχικό χτύπημα της πανδημίας και το σφοδρό πλήγμα που αυτό είχε στην επιχειρηματική δραστηριότητα, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις στηριζόμενες από τα μέτρα τόνωσης ρευστότητας, παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικές. Σήμερα 6 στις 10 είναι πλέον ικανές να λειτουργήσουν αυτοδύναμα, χωρίς την παροχή μέτρων στήριξης. Όμως 4 στις 10 χρειάζονται περαιτέρω στήριξη με διευκολύνσεις και ρυθμίσεις, μέχρι να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες και βιώσιμες προοπτικές στην οικονομία και την αγορά. Η βιώσιμη πορεία των ΜμΕ και τώρα και μετά το τέλος της πανδημίας, πρέπει να διασφαλισθεί, ώστε αρχικά να κρατηθούν σε λειτουργία και στη συνέχεια να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες της επόμενης μέρας.  

Πέραν τούτου έμφαση πρέπει να συνεχίσει να δίδεται στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού επενδυτικού κλίματος μέσα από ευέλικτες δράσεις ώστε να είναι εφικτό να απαντηθούν οι όποιες προκλήσεις του ανταγωνισμού.

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί πράγματι να δημιουργήσει μια θεμελιώδη αλλαγή του οικονομικού μοντέλου, τοποθετώντας την ελληνική οικονομία σε μια περίοδο προσέλκυσης επενδύσεων, απασχόλησης και ανάπτυξης, προκαλώντας έτσι σημαντική αύξηση του ΑΕΠ. Οι ιδιωτικές, αλλά και οι δημόσιες επενδύσεις με τη σειρά τους μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τον κύκλο εργασιών στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, να δημιουργήσουν 200.000 νέες μόνιμες θέσεις εργασίας και να δημιουργήσουνμια σταθερή αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7% μέχρι το 2026. Η υλοποίηση του «Ελλάδα 2.0» μας δίνει την ευκαιρία να καλύψουμε την επόμενη εξαετία ένα μεγάλο μέρος του επενδυτικού κενού που υπάρχει με την πραγματοποίηση συνολικών επενδυτικών πόρων ύψους 57 δισ. ευρώ, ευελπιστώντας ότι στην πορεία θα προσελκύσουμε ακόμα περισσότερες επενδύσεις και θα δημιουργήσουμε μεγαλύτερες επιχειρήσεις από Έλληνες επιχειρηματίες που διακρίνονται παγκοσμίως. Η μόνη λύση για τη μεγέθυνση της οικονομίας και των επιχειρήσεων είναι οι επενδύσεις παγίων, που δημιουργούν την απαραίτητη προστιθέμενη αξία στην Ελλάδα.

Αλλά ας έρθουμε και στη ναυτιλία. Η ελληνική ναυτιλία παραμένει ένας από τους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας αλλά και από τους ακρογωνιαίους λίθους της παγκόσμιας οικονομίας. Η συμβολή της ναυτιλιακής βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία είναι σημαντικά ευρύτερη από τη συνεισφορά της στο ισοζύγιο πληρωμών υπηρεσιών. Η ελληνική ναυτιλία αποτελεί τον πυρήνα ενός ταχέως αναπτυσσόμενου ναυτιλιακού πλέγματος, το οποίο δημιουργεί επενδύσεις και ευκαιρίες απασχόλησης στη χώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία η συνολική συμβολή της ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας στη χώρα, συμπεριλαμβανομένων των έμμεσων και επαγωγικών επιπτώσεων, υπερβαίνει τα 11 δισ. ευρώ το 2019, που αντιστοιχούν στο 6,6% του ΑΕΠ. Η συνολική συνεισφορά της ναυτιλίας σε θέσεις απασχόλησης που δημιουργήθηκαν ή διατηρήθηκαν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της έμμεσης και της επαγωγικής απασχόλησης, υπερβαίνει το 3% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα. Αντίστοιχα η συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας, με στοιχεία 2019, εκτιμάται σε 13,6 δισ. ευρώ ή 7,4% του ΑΕΠ της χώρας και σε όρους απασχόλησης σε 8,5%.

Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται περισσότερα από 200 ναυλομεσιτικά γραφεία που ασχολούνται με τις ναυλώσεις και με αγοραπωλησίες πλοίων, ενώ ο Πειραιάς είναι από τα σημαντικότερα λιμάνια επισκευής και εφοδιασμού με πάνω από 800 υποστηρικτικές στη ναυτιλία επιχειρήσεις που αποτυπώνει το πρώτο ελληνικό cluster, «Maritime Hellas».

Το ΕΒΕΠ, με την ευκαιρία των διοργανώσεων της «Ευρωπαϊκής Ημέρας Θάλασσας», χαιρέτισε την εκστρατεία ενημέρωσης της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών με τίτλο «Μια θάλασσα ευκαιρίες!» για την επαγγελματική σταδιοδρομία που προσφέρει η θάλασσα και το ναυτικό επάγγελμα. Η ΕΕΕ με τρία ενημερωτικά βίντεο στέλνει ένα μήνυμα, καλώντας τους νέους της Ελλάδας να έρθουν κοντά στη ναυτιλία για να στελεχώσουν, είτε ως αξιωματικοί είτε ως πληρώματα, όχι μόνο τα περισσότερα από τα 4.038 ελληνόκτητα πλοία, αλλά και τα δεκάδες χιλιάδες της διεθνούς ναυτιλίας, αξιοποιώντας την εξαίρετη φήμη που έχει ο Έλληνας ναυτικός. Σκοπός όλων μας είναι να αναδειχθεί το ναυτικό επάγγελμα -και οι προοπτικές σταδιοδρομίας που παρουσιάζει- ως μία ελπιδοφόρα, προσοδοφόρα, αλλά και σύγχρονη απασχόληση, καθώς το προφίλ των κοινωνικών, οικονομικών και εργασιακών συνθηκών το κατατάσσουν σήμερα ανάμεσα στα πλέον τεχνολογικά αναπτυγμένα, με ανοδική πορεία και καταξίωση επαγγέλματα.

Εν κατακλείδι όσο θα έχουμε ισχυρή ναυτιλία, την ανταγωνιστικότητα της οποίας θα πρέπει να διαφυλάξουμε «ως κόρη οφθαλμού», θα έχουμε και έναν πυλώνα σταθερότητας για την οικονομία.