Skip to main content

Στον «ουρανό της μουσικής του» ο Διονύσης Σαββόπουλος – Οι συγκινητικοί επικήδειοι του αποχαιρετισμού

Πλήθος κόσμου στον αποχαιρετισμό του Διονύση

Ολοκληρώθηκε λίγο μετά τις 2:30 το μεσημέρι στη Μητρόπολη Αθηνών η εξόδιος ακολουθία για τον Διονύση Σαββόπουλο

Η σορός του σπουδαίου τραγουδοποιού τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα από τις 8:30 το πρωί εως τις 11:30 στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, όπου πλήθος κόσμου, πολιτικοί, καλλιτέχνες, συγγενείς και φίλοι, έσπευσαν να αποχαιρετήσουν έναν δημιουργό που σφράγισε την ελληνική μουσική και ενώ η μπάντα του Πολεμικού Ναυτικού παιάνιζε μελωδίες του.

Κ. Μητσοτάκης:  Είχε πάντα άποψη ανοιχτή, αλλά ποτέ αιχμάλωτη δογμάτων

«Για τον άνθρωπο και τραγουδοποιό που αποχαιρετούμε σήμερα θα μείνουν πάντα τα συναισθήματα όλων όσοι ταξίδεψαν με τις νότες και τους στίχους του. Κάτι φυσικό αφού κατά καιρούς τραγούδησε για τον καθέναν από εμάς», ανέφερε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στον επικήδειό του.

«Προσωπικά όμως δεν είμαι εδώ μόνο σαν φίλος και θαυμαστής του αλλά από χρέος προς ένα μεγάλο Έλληνα που έζησε και περιέγραψε μοναδικά τις περιπέτειες του τόπου. Τις μεγάλες και τις μικρές εικόνες που γέννησε αλλά και τη γεύση που άφησε η εμπειρία τους», συνέχισε.

«Ο Νιόνιος άλλωστε σε όλη του τη ζωή συμβάδισε με τη ζωή της χώρας δίνοντάς μας ώθηση χαράς στις δύσκολες ανηφόρες αλλά και προειδοποιώντας στις δύσκολες κατηφόρες, έχοντας πάντα την δική του άποψη για τα πράγματα. Ανοιχτή αλλά ποτέ αιχμάλωτη δογμάτων. Γι αυτό, όπως στη μουσική, στη μουσική πέτυχε να φέρει το ροκ κοντά στο έντεχνο, το λαϊκό και το δημώδες, έτσι και στο κοινωνικό πεδίο από τις οραματικές ιδέες της Αριστεράς συναντήθηκε με το ρεαλισμό της φιλελεύθερης σκέψης», συμπλήρωσε ο πρωθυπουργός.

Συνεχίζοντας ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε ότι θα ξεχώριζε από το πλούσιο έργο του «αυτά που ταίριαξε στον Άγγελο εξάγγελο». «Ίσως γιατί αποδείχθηκαν προφητικά για όσα τελικά ζήσαμε», όπως είπε «αλλά πριν από όλα γιατί αποτελούν ευθύ και βαθύ δημόσιο λόγο». «Κατορθώνουν έτσι κάτι σπάνιο. Να γεφυρώσουν τον ευαίσθητο κόσμο της τέχνης με τον πραγματισμό του κόσμου της πολιτικής», ανέφερε.

«Και τι λένε αυτά τα λόγια; Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά. Μα ακούγονταν ευχάριστα στα αυτιά μας. Γιατί έμοιαζε με αλήθεια κάθε του ψευτιά και ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας. Όταν ωστόσο φάνηκε πως η νύχτα εναλλάσσεται με νυχτα, οι ακροατές του είπαν εκνευρισμένοι να φύγει μουδιασμένα. Αφού ο άγγελος δεν είχε ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην πει κανένα… Μια απόδειξη πως η καλλιτεχνική ευαισθησία γίνεται συχνά πολύ πιο περιγραφική και πολύ πιο ισχυρή από κάθε πολιτικό επιχείρημα».

«Καθώς μάλιστα ο Διονύσης δεν αρνήθηκε ποτέ την πρόκληση της αμφισβήτησης έγινε πυροδότης προβληματισμού και στα δύο αυτά επίπεδα. Από τη μία πρωτοπόρος στους δρόμους του πενταγράμμου και αιρετικός στα σχόλια του και από την άλλη ένας πατριώτης που αγαπούσε τον τόπο του ειλικρινά μιλώντας με τη βραχνή φωνή πότε του γλυκού αφηγητή και πότε του επικριτή κάθε λάθους, του κράτους ή του πολίτη, ώστε η στάση του να μετατρέπεται σε ένα αόρατο συντελεστή στην εξίσωση της Δημοκρατίας», σημείωσε επίσης ο πρωθυπουργός.

Μάλιστα αναφέρθηκε στα λόγια του Διονύση Σαββόπουλου από το βιβλίο του: «Ο κόσμος με έχει πικράνει τόσο πολύ. Λέω να τα παρατήσω όλα. Μετά σκέφτομαι ότι αυτό το επέγγαλμα που διάλεξες, μόνος σου το διάλεξες. Εσύ αποφάσισες να ζεις με τον κόσμο».

«Ένα αντάμωμα που ήταν το όνειρό του», όπως είπε ο πρωθυπουργός. «Ήταν σίγουρα μια απόφαση παντοτινή. Γιατί με τον κόσμο θα ζει και στο εξής, Ανήκοντας στους λίγους που ενώ μας ψυχαγωγούν, μας καθορίζουν…. Κατέστη ο χρονογράφος του ελληνικού ταξιδιού επί μισό και πλέον αιώνα. Η κληρονομιά του αποτελεί κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης. Νιόνιο μας, θα σε αποχαιρετίσω με ένα μεγάλο ευχαριστώ. Από αύριο δεν θα υπάρχεις μόνο μέσα από τα τραγούδια σου. Θα σε σκεφτόμαστε κάθε φορά που ένας νέος πιάνει μια κιθάρα αλλά και κάθε φορά που κοιτιόμαστε σε έναν καθρέφτη. Με τα καλά μας και τα στραβά μας», κατέληξε.

Κ. Σακελλαροπούλου: Τραγούδησες για τον λαό, το έθνος και την ιστορία

Από την πλευρά της η πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε στην κοινή τους καταγωγή από την πόλη της Θεσσαλονίκης λέγοντας: «Βαπτίστηκες στην ποιητικότητα και την πνευματικότητά της. Στις πολυπολιτισμικές της παραστάσεις, τα βιώματα και τα τραύματά της, σε αυτή την πόλη της βαριάς και γλυκιάς συνάμα έμπνευσης. Της δικής μας πόλης, της γενέθλιας γης και της αναφοράς μας της κοινής. Ίσως αυτή η μνήμη, οι αφηγήσεις των πρώτων και των νεανικών χρόνων, που προλάβαμε να μοιραστούμε, να σε έκαναν να με αποκαλείς “η καινούργια παιδική μου φίλη».

Όπως είπε η κ. Σακελλαροπούλου «Το φορτηγό πέρασε από την εθνική και σε πήγε μακριά, στα πέρα μέρη, και έτσι ξεκίνησε το δικό σου και μαζί το δικό μας ταξίδι. Τραγούδησες για μας, για τον λαό, το έθνος και την ιστορία, την παράδοση και το μοντέρνο, την ταυτότητά μας, τη σύνθεση ανατολής και δύσης. Αλλά και για τη μικρή μας τη ζωή, για τον καθένα μας προσωπικά. Τόσες μουσικές, τόσοι στίχοι, πάντα τα σκεφτόσουν ενιαία, έλεγες, σαν σύνολο και μετά άνθιζε ο καρπός της δημιουργίας, της ιδιοφυίας. Με τα τραγούδια σου ερωτευθήκαμε, πονέσαμε, χαρήκαμε, λυτρωθήκαμε. Συνδεθήκαμε με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Άγγιξες τις ψυχές μας με τρόπο ανεξίτηλο, η φωνή σου θα αντηχεί για πάντα μέσα μας και η μνήμη σου θα ζει σε κάθε νότα και σε κάθε λέξη που μας άφησες. Το έργο σου δεν είναι μόνο μια μουσικά αποτυπωμένη, πολιτική και πολιτισμική ιστορία του τόπου μας. Είναι μια σπουδή ποιητική, μια γλώσσα σαββοπουλική, τολμηρή και τρυφερή, ανατρεπτική και θεραπευτική, που μιλά της καθεμιάς γενιάς, καινούργιας και παλιάς».

Προσέθεσε ακόμα ότι «έγινες, ήσουν και παρέμεινες μέχρι το τέλος αληθινός, όπως υποσχέθηκες όταν άφηνες πίσω σου τη Θεσσαλονίκη. Δεν λύγισε ποτέ ο λόγος σου, ούτε επί χούντας, στη φυλακή, απέναντι στα σκοτάδια και τη λογοκρισία. Δεν σύρθηκες από το κοινό σου, ήσουν πάντα μπροστά, ακόμη και απέναντί του. Πέρασες από τον θρίαμβο στην αποδοκιμασία, όταν ενόχλησες με την κριτική σου ματιά. Στάθηκες όμως όρθιος με αξιοπρέπεια, με το κεφάλι ψηλά, και επέστρεψες, μας ξανακέρδισες. Με την Άσπα πάντα δίπλα σου να λάμπει και να σε στηρίζει».

«Και ήρθαν τα χρόνια τα τελευταία, με τη δοκιμασία της υγείας, αλλά και τον δικό σου τρόπο του αποχαιρετισμού, τις γεμάτες κόσμο και ρυθμό συναυλίες, το βιβλίο του απολογισμού και της συμφιλίωσης. Με τις φιλόξενες βραδιές, τους φίλους και τις αναμνήσεις. Με την πληρότητα της ζωής, την παρουσία σου να μας γεμίζει και να μας φωτίζει. Και την πίστη σου ότι “όλα είναι εδώ, τίποτα δεν χάνεται. Κι αυτοί που έφυγαν, εδώ είναι. Καταγόμαστε από τόπους φωτός”.

Θα στην προσέχουμε την Άσπα, να είσαι ήσυχος.

Καλό ταξίδι, Διονύση αγαπημένε» κατέληξε στον επικήδειό της η τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Αλκίνοος Ιωαννίδης: Πώς ενώθηκες μαζί μας σε τέτοιο βάθος;

Στον δικό του επικήδειο ο Αλκίνοος Ιωαννίδης μεταξύ άλλων είπε: «Παιδικέ μου ήρωα. Η πρώτη μου μεγάλη συναυλία ήταν η δική σου, την εποχή που η Κύπρος έκειτο μακριά. Χωρίς εσένα άλλο θα ήταν το τραγούδι μας, άλλου θα είμασταν και εμείς.

Υπάρχουμε γιατί προϋπήρξες. Μας πήρες παιδάκια από το πικάπ του σπιτιού και μας έκανες μουσικούς. Μας έμαθες την αλφαβήτα της ιερής μας τέχνης. Μας είπε γράψτε τα τραγούδια σας και τραγουδήστε τα. Μας ανέθρεψες, μας ελευθέρωσες. Μαζί με τους αγαπημένους σου δασκάλους, τον Τσιτσάνη και τον Χατζηδάκι φωταγώγησες τα θέατρα και τα σπίτια μας. Ανέβασε το επίπεδο της χώρας συνολικά και το επίπεδο καθενός ατομικά. Πως κατάφερες να ενωθείς μαζί μας σε τέτοιο βάθος;»

«Γεννήθηκα στη Σαλονίκη»

Με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη και την Φιλιππούπολη, ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1944, μέσα στις φλόγες των Δεκεμβριανών, «σε μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ» κατά πως ο ίδιος τραγούδησε.

Μεγαλώνοντας, αποφάσισε να φοιτήσει στη Νομική του ΑΠΘ. Γρήγορα συνειδητοποίησε πως δεν τον εξέφραζε, ούτε τον γέμιζε. Έτσι, το 1963 ανακοίνωσε στους γονείς του πως θα εγκαταλείψει τις σπουδές του και θα ασχοληθεί με τη μουσική.

Μετακόμισε στην Αθήνα.

Το 1963 πρωτοπαρουσίασε τραγούδια που ερμήνευε ο ίδιος σε στίχους και μουσική δική του.

Τα τραγούδια του συνιστούν τομή για την ελληνική μουσική, συγχρονίζοντας την ελληνική παραδοσιακή τραγουδοποιία με τα σύγχρονα παγκόσμια μουσικά ρεύματα.

Οι ερμηνείες και οι ενορχηστρώσεις του θεωρούνται μοναδικές και αξεπέραστες, ενώ τραγούδια του όπως τα «Φορτηγό», «Περιβόλι του τρελλού», «Μπάλλος», «Βρώμικο ψωμί», «Ρεζέρβα» και «Τραπεζάκια έξω» όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένουν άφθαρτα.

Επέλεξε από την αρχή της καριέρας του να σκηνοθετεί ο ίδιος τις παραστάσεις του που έγιναν σημεία αναφοράς τόσο για τη θεατρικότητά τους όσο και για τους χώρους όπου παρουσιάστηκαν. Ο Σαββόπουλος ανακάλυπτε χώρους που είχαν άλλη χρήση, δημιουργούσε μουσικές σκηνές και τις διαμόρφωνε όπως εκείνος οραματιζόταν.

Ιστορική ήταν η συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας το 1983 αλλά και εκείνη το καλοκαίρι του 2017 στο Καλλιμάρμαρο με 60.000 θεατές.

Αυτοδίδακτος και προικισμένος

Δημιουργός, εκπληκτικός περφόρμερ και αφηγητής, ο Σαββόπουλος εξέδωσε 14 κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου και ακτίνας, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις εμφανίσεών του.

Ταξίδεψε πολύ και έγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας, για την Επίδαυρο αλλά και για τον κινηματογράφο όπου κέρδισε βραβείο μουσικής για το Happy Day το 1976 (αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει).

Παρουσίασε στη δισκογραφία, ως μουσικός παραγωγός, νεότερους και πρωτοεμφανιζόμενους συναδέλφους του. Εξέδωσε 5 βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενά του.

Μία από αυτές ήταν και το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι». Και εκεί υπήρξαν μερικές μοναδικές ερμηνείες.

«Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις, τότε δεν άκουγα παρά φωνήματα, τη σημασία των οποίων κατάλαβα σιγά – σιγά αργότερα …ποτέ μου δεν έγραψα στίχους χωρίς μουσική, ούτε ξέρω πώς να το κάνω αυτό…. γράφω μουσική και στίχο σχεδόν ταυτόχρονα και μέσα μου προπορεύεται λιγάκι η μουσική και ο ρυθμός…

Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Και εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω….’Ακουγα εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής, μόνο που με τα χρόνια, ένας εσωτερικός θα έλεγα κρυφός, τεχνίτης τα σμίλευε, ένωνε τα διάφορα είδη δημιουργώντας ένα αμάγαλμα μια καινούργια μορφή. Ούτε εγώ ο ίδιος πια δεν ξέρω να ξεχωρίσω στα τραγούδια μου, ποιο είναι το λαϊκό στοιχείο, ποιό το ελαφρύ, ποιο το έντεχνο, ποιο το παλιό και πιο το νέο»» έχει πει ο Σαββόπουλος.

Από τις πρώτες του δουλειές «Φορτηγό» και «Περιβόλι του τρελλού» ο Σαββόπουλος ξεχωρίζει για το καθαρά προσωπικό και πρωτότυπο ύφος με το οποίο επιχειρεί να ανανεώσει, νοηματικά και μουσικά το ελληνικό τραγούδι. Το 1971 κυκλοφορεί το LP «Ο Μπάλλος» – όπου το ομώνυμο κομμάτι διάρκειας 18 λεπτών καλύπτει όλη την πρώτη πλευρά του δίσκου 33 στροφών. Το 1972 κυκλοφορεί ο δίσκος «Το Βρώμικο Ψωμί», από το οποίο ξεχωρίζουν η δωδεκάλεπτη «Μαύρη Θάλασσα», το «Ζεϊμπέκικο», «Η Δημοσθένους λέξις», το «Έλσα σε φοβάμαι» και ο «Αγγελος εξάγγελος», δηλαδή το τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν, «The wicked messenger» σε μετάφραση και διευρυμένη διασκευή του Σαββόπουλου.

Τον Σεπτέμβριο του 1983, ο Διονύσης Σαββόπουλος γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι μετέτρεψε το Ολυμπιακό Στάδιο σε συναυλιακό χώρο. Η συναυλία που συγκέντρωσε πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες άτομα αποτελούσε την κορύφωση της περιοδείας «20 χρόνια δρόμος» που ξεκίνησε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και αποτυπώθηκε λίγο αργότερα και δισκογραφικά. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν τα «Τραπεζάκια έξω», με τραγούδια που έμειναν διαχρονικά και προμετωπίδα τους το περίφημο «Ας κρατήσουν οι χοροί», αλλά και το αριστουργηματικό «Τσάμικο».

Το 1997 ο Διονύσης Σαββόπουλος βρήκε πάλι τον τρόπο να ταρακουνήσει τα νερά της ελληνικής μουσικής σκηνής, παρουσιάζοντας ένα άλμπουμ αφιέρωμα στους μεγάλους εκείνους καλλιτέχνες που θαύμαζε και τον ενέπνευσαν στην (μέχρι τότε) τριαντάχρονη πορεία του: Πρώτα απ’ όλα, στον Bob Dylan και στο Lucio Dalla, αλλά και στον Nick Cave, τον Lou Reed, τον Van Morisson, τους Cream, τους Jethro Tull, τους Spencer Davis Group, τους Talking Heads και τους Quicksilver Messenger Service. Συνολικά δώδεκα τραγούδια φιλοξένησε στο «Ξενοδοχείο» του ο Σαββόπουλος.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος καταπιάστηκε με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη , ως μουσικοσυνθέτης, το καλοκαίρι του 1985 στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι, στην Επίδαυρο. Το Ιούλιο του 2013 επανέρχεται με το ίδιο έργο στο αργολικό θέατρο αναλαμβάνοντας τη σκηνοθεσία, αλλά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο πάνω σε δική του, νέα μετάφραση.

Ηταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967. Για την περίοδο που βρισκόταν στη φυλακή είχε δηλώσει: «Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Το τραγούδι “ Δημοσθένους λέξις” γράφτηκε εκεί. Μάλιστα ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν “ Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο”. Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη για να ξεγελάσω τη λογοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά! Δεν με επηρέασε η στενότης ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου. Πάντα έφερνα εκείνο που συνέβη τότε και το ζούσα στο τώρα. Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο».

Με το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν», εκδόσεις Πατάκη, 2024, ο Σαββόπουλος θα τιμήσει τα ογδόντα του χρόνια αφηγούμενος το πώς από τροβαδούρος για «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα» μετατράπηκε σε εθνικό βάρδο.

Με την αυτοβιογραφία του απευθύνεται, μεταξύ άλλων, και σε εκείνους τους οποίους δυσαρέστησε κατά καιρούς ή και σε όσους τον πίκραναν για να πει σε όλους «νερό κι αλάτι».

«Αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει»

Έχοντας πια περάσει στην αιωνιότητα, ο Διονύσης Σαββόπουλος ανακαλεί τη δεκαετία του 1960 και τη Μεταπολίτευση για να φτάσει μέχρι την ωριμότητά του. Όπως γράφει, «αυτό που λέμε Σαββόπουλος δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχω­ρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.

Τώρα όμως τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο».
EUROKINISSI