Mε άνοδο έκλεισαν τη σημερινή συνεδρίαση και οι τρεις βασικοί χρηματιστηρικοί δείκτες της Wall Street, με τους επενδυτές να εκδηλώνουν αγοραστικό ενδιαφέρον μετά από μία σειρά από ισχυρά εταιρικά αποτελέσματα τρίτου τριμήνου.
Ο S&P 500 ενισχύθηκε 0,58% για να κλείσει στις 6.738,44 μονάδες, ενώ ο Dow Jones τερμάτισε σ τις 46.734,61 μονάδες με άνοδο 144,20 μονάδων ή 0,31%. Ο Nasdaq κατέγραψε την καλύτερη επίδοση με κέρδη, με άνοδο 0,89% κλείνοντας στις 22.941,80 μονάδες με την υποστήριξη κορυφαίων τεχνολογικών ονομάτων, όπως Nvidia, Broadcom και Amazon. Το επενδυτικό κλίμα στήριξε και η άνοδος περίπου 3% της Oracle.
Οι δείκτες έφτασαν στα υψηλά της συνεδρίασης μετά την ανακοίνωση της εκπροσώπου Τύπου του Λευκού Οίκου, Καρολάιν Λέβιτ, ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα συναντηθεί με τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ την επόμενη Πέμπτη στη Νότια Κορέα, στο περιθώριο της συνόδου APEC. Η είδηση μετρίασε τους φόβους των επενδυτών σχετικά με τις σχέσεις ΗΠΑ–Κίνας, οι οποίοι είχαν πιέσει τις μετοχές την Τετάρτη.
Η άνοδος του S&P 500 σηματοδοτεί πλήρη ανάκαμψη από τις απώλειες της προηγούμενης συνεδρίασης, όταν είχε υποχωρήσει κατά περίπου 0,5%. Την ίδια μέρα, ο Dow Jones είχε χάσει 334 μονάδες ή 0,7% και ο Nasdaq είχε υποχωρήσει 0,9%, καθώς οι επενδυτές απομάκρυναν κεφάλαια από πιο ριψοκίνδυνες τοποθετήσεις.
Οι μετοχές δέχθηκαν πιέσεις την Τετάρτη μετά την επιβεβαίωση του υπουργού Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ ότι η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει σχέδιο περιορισμού των εξαγωγών προς την Κίνα προϊόντων που βασίζονται σε αμερικανικό λογισμικό, ένα μέτρο που έρχεται σε συνέχεια της δήλωσης του Τραμπ πως από την 1η Νοεμβρίου οι ΗΠΑ θα επιβάλουν περιορισμούς στις εξαγωγές «οποιουδήποτε κρίσιμου λογισμικού».
«Μην υποτιμάτε τη bull αγορά μόνο και μόνο λόγω μιας περιόδου μεταβλητότητας», δήλωσε ο Τζουζέπε Σέτε, συνιδρυτής και πρόεδρος της Reflexivity. «Μια χούφτα τεχνολογικών μετοχών καθοδήγησε το ράλι, αλλά τώρα θα δούμε πώς εκατοντάδες εταιρείες παγκοσμίως ωφελούνται από τα κέρδη παραγωγικότητας της τεχνητής νοημοσύνης».
Οι επενδυτές στρέφουν πλέον την προσοχή τους στις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων μεγάλων αμερικανικών εταιρειών, που πολλοί θεωρούν καθοριστικές για τη συνέχεια της bull αγοράς. Η Honeywell πρωτοστάτησε στην άνοδο του Dow, κερδίζοντας 7% μετά από τα καλύτερα του αναμενομένου τριμηνιαία αποτελέσματα και την αναβάθμιση των ετήσιων προβλέψεών της. Η American Airlines ενισχύθηκε κατά 5%, καθώς ανακοίνωσε μικρότερη ζημία από την αναμενόμενη για το τρίτο τρίμηνο και εξέδωσε θετική καθοδήγηση για το υπόλοιπο του έτους.
Η αγορά κατάφερε να ξεπεράσει τα αδύναμα σημεία της συνεδρίασης. Η Tesla, που εγκαινίασε την περίοδο ανακοινώσεων των «Magnificent Seven», ανέκαμψε από τις αρχικές απώλειες μετά από μεικτά αποτελέσματα τριμήνου. Οι μετοχές της IBM επίσης περιόρισαν τις απώλειες, αφού ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις της Wall Street, παρότι τα έσοδα από το λογισμικό κινήθηκαν σύμφωνα με τις προβλέψεις.
Εν τω μεταξύ, οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε νέες κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες Rosneft και Lukoil, κατηγορώντας τη Μόσχα για «έλλειψη σοβαρής δέσμευσης σε ειρηνευτική διαδικασία για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία».
Περισσότερο από 80% των εταιρειών του S&P 500 που έχουν δημοσιεύσει μέχρι στιγμής αποτελέσματα έχουν ξεπεράσει τις εκτιμήσεις των αναλυτών, σύμφωνα με την FactSet.
«Παρότι βλέπουμε ορισμένες μετοχές να τιμωρούνται για αποτελέσματα κατώτερα των προσδοκιών, συνολικά τα κέρδη είναι αρκετά ισχυρά ώστε να στηρίξουν τις τιμές σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα», δήλωσε η Έμιλι Μπάουερσοκ Χιλ, διευθύνουσα σύμβουλος και συνιδρύτρια της Bowersock Capital Partners. «Η τρέχουσα περίοδος αποτελεσμάτων είναι απίθανο να απογοητεύσει τους επενδυτές σε βαθμό που να προκαλέσει σημαντική διόρθωση της αγοράς».
Πέρα από τα εταιρικά αποτελέσματα, τα στοιχεία για τον πληθωρισμό που θα δημοσιευθούν αύριο Παρασκευή αναμένεται να προσφέρουν περαιτέρω ενδείξεις για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας, ενόψει της συνεδρίασης της Fed στα τέλη Οκτωβρίου. Οι αγορές αναμένουν ευρέως νέα μείωση επιτοκίων κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες.












