Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, εξέφρασε την Τρίτη τη λύπη του για την «αργοπορία» της Ευρώπης να αναλάβει δράση για την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητάς της, ένα χρόνο μετά την υποβολή της περίφημης έκθεσης που προτείνει «ριζικές μεταρρυθμίσεις» για να αποφευχθεί η οικονομική ύφεση.
«Οι επιχειρήσεις και οι πολίτες (…) είναι απογοητευμένοι από την αργοπορία της Ευρώπης και την αδυναμία της να κινηθεί τόσο γρήγορα» όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Κίνα, δήλωσε σε ομιλία του στις Βρυξέλλες.
Ο Μ. Ντράγκι τόνισε ότι είναι απαραίτητο να «δράσουμε από κοινού και χρειαζόμαστε περισσότερη ταχύτητα», ενώ υπογράμμισε την ανάγκη για «μια διαφορετική πορεία που απαιτεί νέα ταχύτητα, κλίμακα και ένταση». Αυτό, εξήγησε, σημαίνει ότι «πρέπει να δρούμε από κοινού, όχι να κατακερματίζουμε τις προσπάθειές μας» και σημαίνει «να παράγουμε αποτελέσματα μέσα σε μήνες, όχι χρόνια».
Κληθείς από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παράσχει μια αρχική αξιολόγηση, δώδεκα μήνες μετά τη δημοσίευση της έκθεσής του για το μέλλον της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας, ο Μ. Ντράγκι υπενθύμισε ότι έχει παρουσιάσει συστάσεις σε τρεις τομείς προτεραιότητας: στη γεφύρωση του χάσματος στην καινοτομία και στις προηγμένες τεχνολογίες, στη χάραξη μιας πορείας απαλλαγής από τον άνθρακα και στην ενίσχυση της οικονομικής ασφάλειας. Ο ίδιος υπογράμμισε ότι αυτές οι συστάσεις βρίσκονται στο επίκεντρο της ατζέντας της Επιτροπής και χαιρέτισε τις ενέργειες που έχουν ήδη αναληφθεί. Ωστόσο εξέφρασε τη λύπη του που «οι κυβερνήσεις δεν γνωρίζουν τη σοβαρότητα της κατάστασης», επισημαίνοντας ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες και οι επιχειρήσεις εκτιμούν τη διάγνωση, τις σαφείς προτεραιότητες και τα σχέδια δράσης, αλλά εκφράζουν επίσης αυξανόμενη απογοήτευση από τους αργούς ρυθμούς της ΕΕ και την αδυναμία της να κινηθεί τόσο γρήγορα όσο οι ΗΠΑ και η Κίνα.
«Πολύ συχνά προβάλλονται δικαιολογίες για τη βραδύτητά μας», συνέχισε ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, επισημαίνοντας ότι «μερικές φορές η αδράνεια παρουσιάζεται ακόμη και ως σεβασμός του κράτους δικαίου» – κάτι το οποίο χαρακτήρισε «εφησυχασμό». Εξήγησε ότι «οι ανταγωνιστές στις ΗΠΑ και την Κίνα είναι πολύ λιγότερο περιορισμένοι, ακόμη και όταν ενεργούν εντός του νόμου». Ως εκ τούτου, τόνισε ότι «το να συνεχίσουμε ως συνήθως σημαίνει να αποδεχτούμε ότι μένουμε πίσω», όμως «δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο» και το πραγματικό ερώτημα που χρειάζεται απάντηση είναι «πώς να αυξηθεί η ταχύτητα της ευρωπαϊκής δράσης για την ανταγωνιστικότητα, την οικονομική ασφάλεια και την ανεξαρτησία».
Σύμφωνα με τον πρώην πρόεδρο της ΕΚΤ, οι τομείς που απαιτούν επείγουσα δράση είναι: πρώτον, η άρση των εμποδίων στην εξάπλωση των νέων τεχνολογιών.
Όπως είπε, ένα «28ο καθεστώς» για την ίδρυση μιας νέας νομικής οντότητας πρέπει να γίνει πραγματικότητα. Αυτό θα επιτρέψει στις καινοτόμες εταιρείες να λειτουργούν, να εμπορεύονται και να αντλούν χρηματοδότηση χωρίς εμπόδια και στα 27 κράτη μέλη, όπως ακριβώς μπορούν να κάνουν οι ανταγωνιστές σε άλλες μεγάλες οικονομίες.
Ο δεύτερος τομέας είναι η ρύθμιση. Ένα από τα βασικά αιτήματα των ευρωπαϊκών εταιρειών, κατά το Μ. Ντράγκι, είναι η ριζική απλοποίηση του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων. Όπως εξήγησε, τα μοντέλα Τεχνητής Νοημοσύνης απαιτούν τεράστιες ποσότητες δημόσιων δεδομένων να είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο. Ωστόσο, η νομική αβεβαιότητα σχετικά με τη χρήση τους δημιουργεί δαπανηρές καθυστερήσεις, επιβραδύνοντας την ανάπτυξή τους στην Ευρώπη. Ο τρίτος τομέας είναι «η κάθετη ενσωμάτωση της Τεχνητής Νοημοσύνης στη βιομηχανία».
Σε αυτόν τον τομέα, η Ευρώπη έχει ένα πραγματικό πλεονέκτημα, κατά το Μ. Ντράγκι, ωστόσο μόνο περίπου το 10% των κατασκευαστικών εταιρειών χρησιμοποίησαν την Τεχνητή Νοημοσύνη πέρυσι. Η βιομηχανία και οι κυβερνήσεις πρέπει να συνεργαστούν για να μετατρέψουν αυτό το αρχικό πλεονέκτημα σε ιδιόκτητες ευρωπαϊκές λύσεις. Η στρατηγική «Εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης» της Επιτροπής αυτό το φθινόπωρο θα είναι μια κρίσιμη δοκιμασία», τόνισε.
Αναξιοποίητη η έκθεση
Τα μέτρα που προτείνει η έκθεση Ντράγκι, την οποία ζήτησε η ίδια η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεν έχουν υλοποιηθεί ούτε στο ελάχιστο.
Η έκθεση παρουσιάζει τις μεγάλες προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει η ΕΕ μέσω μιας νέας βιομηχανικής στρατηγικής, η οποία θα περιλαμβάνει τη μείωση των τιμών της ενέργειας, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση των επενδύσεων στην άμυνα.
Η ΕΕ πρέπει επίσης να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο όπου «οι εξαρτήσεις μετατρέπονται σε τρωτά σημεία και δεν μπορεί πλέον να βασίζεται σε άλλους για την ασφάλειά της», διαπιστώνει η έκθεση, αναφέροντας την εξάρτηση της ΕΕ από την Κίνα για κρίσιμα ορυκτά και την εξάρτηση της Κίνας από την ΕΕ για την απορρόφηση της βιομηχανικής της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται επιπλέον επενδύσεις ύψους 750-800 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, που αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ, πολύ υψηλότερο του 1%-2% του Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με πληροφορίες από Le Figaro, ΑΠΕ-ΜΠΕ