Σημαντική μείωση κατέγραψαν οι συντάξεις (κύριες και επικουρικές) τον Ιούλιο, φέρνοντας στο προσκήνιο αφενός τους χαμηλούς μισθούς που οδηγούν σε αντίστοιχα χαμηλές συντάξιμες αποδοχές, αφετέρου την ωρίμανση ασφαλιστικών νόμων που περιορίζουν τη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Τα στοιχεία του συστήματος «Ήλιος» για τον Ιούλιο δείχνουν ότι οι κύριες συντάξεις μόλις και μετά βίας ξεπέρασαν τα 783 ευρώ (μικτά), όταν τον αμέσως προηγούμενο μήνα ήταν στα 843, 63 ευρώ και πριν από ένα έτος στα 821,99 ευρώ. Φαίνεται ολοκάθαρα ότι ακόμα και αυτές οι αυξήσεις που δόθηκαν στις αρχές του τρέχοντος έτους εξανεμίστηκαν από τα χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης που έχουν θεσμοθετηθεί ήδη από τον «νόμο Κατρούγκαλου» (ν.4387/16) και ελάχιστα βελτιώθηκαν με τον «νόμο Βρούτση» (ν.4670/20).
Έτσι, οι χαμηλοί μισθοί που καταβάλλονται στον ιδιωτικό τομέα έχουν ανάλογο αποτύπωμα και στις συντάξεις. Μάλιστα, ανάλογη πτωτική πορεία διαπιστώνεται και στις επικουρικές συντάξεις, καθώς φέτος τον Ιούλιο υποχώρησαν στα 178,51 ευρώ, από 196,59 ευρώ που ήταν τον Ιούνιο και από 196,89 ευρώ που υπολογίστηκαν τον Ιούλιο του 2024.
Απόκλιση
Το σύστημα «Ήλιος» διαπιστώνει, επίσης, για άλλον έναν μήνα, σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις απονομές συντάξεων του ιδιωτικού (μόλις 776,12 ευρώ μικτά) και σε εκείνες του δημόσιου τομέα (1.226,74 ευρώ). Άρα, γίνεται σαφές ότι οι περίοδοι ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και η ελαστικοποίηση της εργασίας (υποδηλωμένη και μαύρη απασχόληση), σε συνδυασμό με τις χαμηλές αποδοχές, οδηγούν μαζικά σε όλο και πιο χαμηλά επίπεδα τις νέες κύριες συντάξεις.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σύστημα «Ήλιος»:
- Οι συνταξιούχοι ανήλθαν στα 2.510.705 τον φετινό Ιούλιο, αυξημένοι κατά 3.407 σε σχέση με τον Ιούνιο και κατά 12.271 συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του 2024.
- Από τις 1.927.335 συντάξεις γήρατος, οι 1.026.247 (ποσοστό 53,24%) δόθηκαν σε άνδρες.
- Ανά ηλικία, οι περισσότερες συντάξεις τον Ιούλιο (475.486 ή ποσοστό 18,9%) χορηγήθηκαν στις ηλικίες 71-75 ετών. Ακολουθούν οι συνταξιούχοι ηλικίας 66-70 ετών (458.363 άτομα ή ποσοστό 18,3%).
- Το πιο υψηλό μέσο εισόδημα από συντάξεις (1.133,60 ευρώ) καταγράφηκε τον Ιούλιο στις ηλικίες 61-65 ετών και δόθηκε σε 277.517 συνταξιούχους, αριθμός που αντιστοιχεί στο 11,1% του συνόλου. Ακολουθούν οι ηλικίες 66-70 ετών με 1.104,92 ευρώ, και οι ηλικίες 71-75 ετών με 1.078,04 ευρώ.
- Τον Ιούλιο πληρώθηκαν 4.692.996 συντάξεις. Από αυτές οι 2.873.634 ήταν κύριες, 1.382.639 ήταν επικουρικές και δόθηκαν επίσης 436.723 μερίσματα. Η μηνιαία δαπάνη που καταβλήθηκε ξεπέρασε τα 2,74 δισ. ευρώ.
- Οι κύριες συντάξεις, κατά μέσο όρο, περιορίστηκαν στα 783,14 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι μικρότερο κατά 60,49 ευρώ συγκριτικά με τα 843,63 που ήταν ο αντίστοιχος μέσος όρος τον Ιούνιο. Επίσης, το ανωτέρω ποσό είναι μικρότερο κατά 38,85 ευρώ σε σχέση με τα 821,99 ευρώ που ήταν ο μέσος όρος στις κύριες συντάξεις ακριβώς πριν από ένα έτος, τον Ιούλιο του 2024.
- Μείωση καταγράφεται και στις επικουρικές συντάξεις, που κατά μέσο όρο τον φετινό Ιούλιο υπολογίστηκαν στα 178,51 ευρώ. Σε σχέση με τα 196,59 ευρώ του Ιουνίου προκύπτει μείωση 18,08 ευρώ σε μηνιαία βάση, ενώ συγκριτικά με τα 196,89 ευρώ του περσινού Ιουλίου η υποχώρηση είναι 18,38 ευρώ.
- Αντίθετα, τα μερίσματα φαίνεται ότι διατηρούνται στα ίδια επίπεδα, καθώς φέτος τον Ιούλιο ήταν 112,60 ευρώ, από 113,26 ευρώ τον Ιούνιο και 111,98 ευρώ ακριβώς πριν από 12 μήνες.
- Σε 1.141.760 ανέρχονται οι κύριες συντάξεις που είναι κάτω από 1.000 ευρώ, αριθμός που αντιστοιχεί στο 58,8% του συνόλου.
- Τον Ιούλιο πληρώθηκαν 29.264 νέες συντάξεις. Η συνολική δαπάνη για την καταβολή τους ήταν 17.241.902 ευρώ, αλλά δόθηκαν επιπρόσθετα άλλα 99.279.866 ευρώ ως αναδρομικά, ενδεικτικό του χρόνου αναμονής έκδοσης και απονομής τους.
- Από το σύνολο των 29.264 νέων συντάξεων, οι 17.901 (ποσοστό 61,17%) ήταν κύριες και χορηγήθηκαν από τον ΕΦΚΑ, άρα αφορούσαν πρώην εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Ο μέσος όρος γι’ αυτές τις συντάξεις ήταν μόλις 776,12 ευρώ.
- Αντίθετα, εκδόθηκαν τον Ιούλιο άλλες 1.164 συντάξεις που αφορούσαν πρώην υπαλλήλους του δημόσιου τομέα, για τις οποίες ο μέσος όρος ήταν 1.226,74 ευρώ, δηλαδή σημαντικά υψηλότερος κατά 450,62 ευρώ.