26 Αυγούστου 1801. Στην καρδιά της Φιλαδέλφειας, ένας 67χρονος άνδρας βγαίνει από τη φυλακή χρεωστών. Είναι ο Ρόμπερτ Μόρις – ο «χρηματοδότης της Αμερικανικής Επανάστασης».
Ο άνθρωπος που υπέγραψε τρία από τα τέσσερα ιδρυτικά κείμενα των Ηνωμένων Πολιτειών, που έβαλε την προσωπική του περιουσία για να μην πεινάσουν οι στρατιώτες του Ουάσινγκτον, αλλά κατέληξε να σαπίζει πίσω από τα κάγκελα για περισσότερα από τρία χρόνια.
Από το Λίβερπουλ στη Φιλαδέλφεια
Ο Ρόμπερτ Μόρις γεννιέται στις 20 Ιανουαρίου 1734 στο Λίβερπουλ. Έφηβος ακόμη, το 1747, ταξιδεύει στην Αμερική για να βρει τον πατέρα του, έναν εύπορο έμπορο καπνού. Σύντομα ξεκινά μαθητεία στη Φιλαδέλφεια, στον οίκο του εμπόρου Τσαρλς Γουίλινγκ.
Η οξυδέρκεια και η φιλοδοξία του τον οδηγούν γρήγορα στην κορυφή: το 1757 συνεταιρίζεται με τον Τόμας Γουίλινγκ και ιδρύουν τη Willing, Morris & Company, μια εμπορική εταιρεία με διεθνείς δραστηριότητες. Η περιουσία του Μόρις μεγαλώνει, όπως και η φήμη του.
Από τη μετριοπάθεια στην ανεξαρτησία
Όταν η Βρετανία επιβάλλει τον περιβόητο Stamp Act το 1765, ο Μόρις συντάσσεται με τους εμπόρους που αντιδρούν. Αρχικά δεν είναι ριζοσπάστης.
Στο Δεύτερο Ηπειρωτικό Κογκρέσο, στο οποίο εκλέγεται χάρη στις γνωριμίες του με τον Ουάσινγκτον και άλλους πατέρες του έθνους, κρατά μετριοπαθή στάση.
Δεν ψηφίζει υπέρ της ανεξαρτησίας – όμως όταν έρχεται η στιγμή, υπογράφει τη Διακήρυξη. «Καθήκον ενός καλού πολίτη είναι να ακολουθεί όταν δεν μπορεί να ηγείται», δηλώνει.
Ο τραπεζίτης του πολέμου
Με το Κογκρέσο να μην έχει τρόπο να συγκεντρώσει έσοδα, ο Μόρις γίνεται αναντικατάστατος.
Χρησιμοποιεί την προσωπική του πίστη στις αγορές, βάζει δικά του χρήματα, δανείζεται από την Ευρώπη, εξάγει αμερικανικά προϊόντα για να αγοράσει όπλα και πυρομαχικά. Οι στρατιώτες του Ουάσινγκτον τρώνε και πολεμούν χάρη σε εκείνον.
Τα πλοία του γίνονται πειρατικά εναντίον των Βρετανών, τα δάνειά του γίνονται σωσίβιο για έναν ολόκληρο στρατό.
Το 1781 αναλαμβάνει το νέο αξίωμα του Superintendent of Finance – ουσιαστικά υπουργός Οικονομικών της επανάστασης. Συστήνει την Τράπεζα της Βόρειας Αμερικής, επιβλέπει μεταρρυθμίσεις, και μεθοδικά στηρίζει το οικοδόμημα ενός νέου κράτους.
Ο άνθρωπος των τριών υπογραφών
Μετά τη λήξη του πολέμου, ο Μόρις δεν αποσύρεται. Υπογράφει το Σύνταγμα το 1787, γίνεται γερουσιαστής, φιλοξενεί μάλιστα τον Τζορτζ Ουάσινγκτον και την οικογένειά του στο αρχοντικό του όταν η Φιλαδέλφεια είναι προσωρινή πρωτεύουσα.
Είναι ένας από τους δύο μοναδικούς άνδρες που έχουν βάλει την υπογραφή τους στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, τα Άρθρα της Συνομοσπονδίας και το Σύνταγμα.
Η πτώση
Η ίδια του η τόλμη, όμως, θα τον προδώσει. Ο Μόρις βουτάει με πάθος στη γη και στην κερδοσκοπία. Αγοράζει εκατομμύρια στρέμματα με δανεικά, ποντάροντας σε μια μελλοντική έκρηξη αξιών. Όμως η αγορά γης καταρρέει στη δεκαετία του 1790 και η κρίση του 1797 τον καταστρέφει. Ο άλλοτε πλουσιότερος άνθρωπος της Αμερικής χάνει τα πάντα.
Το 1799 οδηγείται στη φυλακή χρεωστών. Εκεί θα μείνει πάνω από τρία χρόνια – ένας ιδρυτής του έθνους, πίσω από τα σίδερα, ξεχασμένος από τους περισσότερους.
Η απελευθέρωση και η λήθη
Στις 26 Αυγούστου 1801, ο Ρόμπερτ Μόρις βγαίνει από τη φυλακή χάρη στον νέο πτωχευτικό νόμο.
Ζει τα τελευταία του χρόνια φτωχικά, σε ένα μικρό σπίτι με τη σύζυγό του, Μαίρη. Πεθαίνει το 1806, σχεδόν στη λήθη.
Ο Μόρις είναι σήμερα πολύ λιγότερο γνωστός από τον φίλο του Ουάσιγκτον. Κι όμως, χωρίς αυτόν η Αμερικανική Επανάσταση ίσως να είχε καταρρεύσει. Ο ίδιος όμως πλήρωσε ακριβά το τίμημα της φιλοδοξίας του.
Το όνομά του κοσμεί τοιχογραφίες και ιστορικά κείμενα, αλλά η προσωπική του ιστορία είναι μια προειδοποίηση: πως ακόμη και οι σωτήρες ενός έθνους μπορούν να πέσουν θύματα των δικών τους ονείρων.