Οι μήνες Ιούλιος και Αύγουστος στην Πορτογαλία σημαδεύτηκαν από αρκετές προειδοποιήσεις για υψηλές θερμοκρασίες, οι οποίες συνέπεσαν με σημαντική αύξηση της θνησιμότητας. Σύμφωνα με δεδομένα που ανέλυσε η εφημερίδα Público από το Σύστημα Πληροφοριών Ληξιαρχικών Πράξεων Θανάτου (SICO), σημειώθηκαν 20 συνεχόμενες ημέρες υπερβάλλουσας θνησιμότητας μεταξύ 27 Ιουλίου και 15 Αυγούστου, που οδήγησαν σε 1.331 θανάτους — μια σχετική αύξηση της τάξης του 25%.
Σύμφωνα με τη Γενική Διεύθυνση Υγείας (DGS), οι υπερβάλλοντες θάνατοι καταγράφηκαν σε όλες τις περιοχές της χώρας, με μεγαλύτερη συχνότητα στο βόρειο και κεντρικό τμήμα, καθώς και στη νότια περιοχή του Αλεντέζου.
Θανατηφόρες οι υπερβολικές θερμοκρασίες
Η υγειονομική αρχή δήλωσε ότι οι υψηλές θερμοκρασίες αποτέλεσαν τον κύριο παράγοντα, προκαλώντας αφυδάτωση και επιδεινώνοντας χρόνιες παθήσεις — ιδίως καρδιαγγειακές και αναπνευστικές — στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς.
Δεδομένα από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας Δρ Ρικάρντο Ζόρζε δείχνουν ότι αυτή η υπερβάλλουσα θνησιμότητα παρατηρήθηκε κυρίως στους ηλικιωμένους.
Από τις 34 ημέρες υπερβάλλουσας θνησιμότητας που καταγράφηκαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οι 29 αντιστοιχούσαν σε θανάτους άνω των προσδοκώμενων στην ηλικιακή ομάδα άνω των 70 ετών.
Η DGS αναφέρει ότι η ηλικιακή ομάδα των 75 ετών και άνω — που φέρει το μεγαλύτερο φορτίο νοσηρότητας και τη χαμηλότερη φυσιολογική ικανότητα απόκρισης στη ζέστη — επηρεάστηκε περισσότερο.
Ο Ιούλιος ήταν ιδιαίτερα κρίσιμος μήνας, με δύο θερμά κύματα (1 έως 9 και 25 έως 31 Ιουλίου).
Το Πορτογαλικό Ινστιτούτο Θάλασσας και Ατμόσφαιρας (IPMA) επιβεβαίωσε ότι ήταν ο 9ος πιο θερμός Ιούλιος από το 1931, «με θερμοκρασίες αέρα πάνω από 3°C από τον μηνιαίο μέσο όρο στις 3, 4, 30 και 31 του μήνα».
Παρά την υπερβάλλουσα θνησιμότητα, τα συγκεντρωτικά στοιχεία έως τις 18 Αυγούστου δείχνουν ότι ο συνολικός αριθμός θανάτων (77.292) είναι αντίστοιχος με την ίδια περίοδο το 2024 (76.849).
Ωστόσο, φέτος ήταν ο Ιούλιος που ξεχώρισε με τα υψηλά νούμερα, ενώ πέρυσι η κορύφωση της θνησιμότητας είχε σημειωθεί τον Ιανουάριο, σε συνδυασμό με το τέλος της επιδημικής περιόδου της γρίπης.
Με πληροφορίες από Euronews