Του Θάνου Παπαϊωάννου, Προέδρου του ΑΣΕΠ
Στο πεδίο των προσλήψεων στο Δημόσιο, το φετινό καλοκαίρι χαρακτηρίστηκε από τον 2ο πανελλήνιο γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ όπου συμμετείχαν 43.080 υποψήφιοι διαγωνιζόμενοι για πρώτη φορά μπροστά σε Η/Υ. Κοινή είναι η αναγνώριση των μεγάλων καινοτομιών που είχε ο διαγωνισμός και της οργανωτικής του επιτυχίας.
Η ικανοποίηση στο ΑΣΕΠ για το θετικό αποτέλεσμα δε συνοδεύεται από εφησυχασμό αφού ο διαγωνισμός αυτός είναι μόνο η αρχή για τις προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ το 2026 και 2027.
Συγκρατούμε όμως α) τις μεγάλες τεχνολογικές του καινοτομίες, β) τη διόλου αυτονόητη για τα ελληνικά δεδομένα επιτυχή συνεργασία με πολλές άλλες υπηρεσίες του δημοσίου τομέα και γ) τη χρήση νέων εργαλείων αξιολόγησης των υποψηφίων προσαρμοσμένων στις σχετικές διεθνείς εξελίξεις.
Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω στον διαγωνισμό που θα κριθεί ολοκληρωμένα όταν αξιολογηθούν οι υπάλληλοι που θα έχουν επιλεγεί μέσω αυτού. Στο μεταξύ, θα ακολουθήσει η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στα μέσα Σεπτεμβρίου για τις θέσεις του 2026 και θα αποσταλεί λεπτομερές αίτημα από το ΥΠΕΣ προς το ΑΣΕΠ. Κρίσιμος παράγοντας ως προς τον χρόνο έκδοσης των προκηρύξεων θα είναι οι 200 και πλέον φορείς προσλήψεων να έχουν, τώρα ή εντός του Σεπτεμβρίου, επικαιροποιήσει τα ψηφιακά τους οργανογράμματα. Πέρυσι, συνέχιζαν να κάνουν μεταβολές μέχρι και την τελευταία στιγμή, παρατείνοντας κατά πολύ τον χρόνο έκδοσης των σχετικών προκηρύξεων.
Αλλά το τοπίο των προσλήψεων δεν καθορίζεται μόνο από τον γραπτό διαγωνισμό. Υπάρχουν ορισμένα κρίσιμα θέματα που το συνδιαμορφώνουν και πρέπει να αντιμετωπισθούν εάν θέλουμε η επιτυχία του διαγωνισμού να έχει καθολικά και βιώσιμα οφέλη για τις προσλήψεις στο δημόσιο. Εντελώς ενδεικτικά καταγράφω τα εξής:
1. Το μειούμενο ενδιαφέρον των πολιτών και δη των νέων να προσληφθούν στο δημόσιο. Αυτό δε φαίνεται μόνο από το μονοψήφιο ποσοστό υποψηφίων κάτω των 30 ετών που μετείχαν και στον 1ο και στον 2ο διαγωνισμό. Φαίνεται και από το ότι πάνω από το 40% των διοριστέων στις εκτός γραπτού διαγωνισμού διαδικασίες δεν αποδέχονται τον διορισμό τους (στον γραπτό διαγωνισμό ευτυχώς τα ποσοστά είναι 15%). Με την ανεργία να έχει πέσει στο 8%, οι πολίτες είναι επιλεκτικοί και δεν ελκύονται από εισαγωγικούς μισθούς των 800 ευρώ (Χ 12) καθώς και από τις μικρές και απελπιστικά προβλέψιμες προοπτικές μισθολογικής ανέλιξης αφού ο μισθός καθορίζεται από τις σπουδές και την αρχαιότητα και όχι την απόδοση. Κάποιες πρόσφατες θετικές ρυθμίσεις για την πριμοδότηση της επίτευξης των στόχων μένει να αναμετρηθούν με την ελληνική πραγματικότητα.
2. Σε διάφορους τομείς του δημοσίου πολλές προκηρύξεις που διεξάγονται εκτός του γραπτού διαγωνισμού αποσκοπούν κυρίως στη μονιμοποίηση των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου και λιγότερο στην αύξηση του δυναμικού του δημοσίου. Η υγεία είναι το κορυφαίο παράδειγμα αλλά όχι το μόνο. Από τις τρέχουσες προκηρύξεις, αναφέρω αυτές για το ΕΑΠ, τον ΟΦΥΠΕΚΑ και το Υπουργείο Πολιτισμού. Η συνταγματικά προβληματική αυτή πρακτική δημιουργεί συχνά μάταιες ελπίδες στους πολίτες που θέτουν υποψηφιότητα χωρίς να έχουν πριμοδοτούμενη προϋπηρεσία. Επιπλέον, βραχυκυκλώνει τις διαδικασίες προσλήψεων αφού η κατάρτιση τέτοιων προκηρύξεων και η έκδοση των αποτελεσμάτων απαιτεί διπλάσιο και πλέον χρόνο. Μόνο για το ΕΑΠ, οι συζητήσεις του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου με το Παιδείας και μετά με το ΑΣΕΠ για την έκδοση της προκήρυξης κράτησαν επτά (7) χρόνια!
3. Σε ορισμένους δημόσιους φορείς ιδιωτικού δικαίου θεσπίζονται διαδικασίες πρόσληψης με «ολίγον» ΑΣΕΠ, διαδικασίες δηλαδή όπου το ΑΣΕΠ μόνο ελέγχει την προκήρυξη και εκδικάζει τις ενστάσεις. Η ιδέα θα μπορούσε να είναι και καλή αφού το ΑΣΕΠ διατηρεί τον πυρήνα της διαδικασίας, δηλαδή την προκήρυξη και τις ενστάσεις.
Πλην όμως, οι φορείς αυτοί είναι ανέτοιμοι να αναλάβουν τον φόρτο υποδοχής χιλιάδων αιτήσεων και ελέγχου δεκάδων χιλιάδων δικαιολογητικών. Τα αποτελέσματα είναι συχνά απογοητευτικά: η «απαλλαγή» από το ΑΣΕΠ προκαλεί μεγαλύτερες καθυστερήσεις από αυτές που θέλει να αποφύγει ενώ είναι αμφίβολο εάν διασώζεται η αντικειμενικότητα που διασφαλίζει το ΑΣΕΠ το οποίο –ξαναλέω- ελέγχει μόνο τις ενστάσεις.
4. Τελειώνω υπενθυμίζοντας ότι το ΑΣΕΠ έχει αναλάβει τα τελευταία χρόνια νέες αρμοδιότητες στην επιλογή διευθυντικών στελεχών του δημοσίου. Φυσικά, η ανάθεση αυτή αποτελεί αναγνώριση της αξιοπιστίας του ως φορέα επιλογής προσωπικού. Από την άλλη, δομείται σε ένα σύστημα όπου α) τα τυπικά προσόντα έχουν μεγάλη βαρύτητα -χωρίς, όμως, να έχουν ποτέ αξιολογηθεί ουσιαστικά στο δημόσιο- και β) είναι αδύνατο να διεκπεραιωθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα καθώς αφορά 300 θέσεις Γενικών Διευθυντών πάνω από 3.000 θέσεις Διευθυντών ενώ δεν προσμετρώ τους 10.000 Τμηματάρχες αφού αυτούς ποτέ δεν πρόλαβε και δεν θα προλάβει να κρίνει το ΑΣΕΠ. Έτσι, είτε επιλέγονται, με μεγάλη καθυστέρηση, άξια άτομα που θα είχαν επιλεγεί και χωρίς αυτές τις χρονοβόρες διαδικασίες αφού η ικανότητά τους είναι πανθομολογούμενη είτε επιλέγονται άτομα με πλούσια τυπικά προσόντα αλλά ελάχιστες ικανότητες. Οι περιπτώσεις αυτές είναι λίγες αλλά σε ένα υπουργείο με π.χ. 10 γενικούς διευθυντές αρκεί να είναι ο ένας καταστροφικός για να βραχυκυκλωθεί όλη η λειτουργία του υπουργείου. Όσο καλές προσλήψεις και να γίνουν, μία υπηρεσία στρεβλά στελεχωμένη στη διοικητική πυραμίδα της δε θα λειτουργήσει αποδοτικά.
Αυτά και πολλά άλλα ζητήματα διαμορφώνουν ένα σύνθετο σκηνικό στον τομέα των προσλήψεων που θα πρέπει να προσεγγισθεί σφαιρικά, χωρίς αφορισμούς ότι για όλα φταίνε οι χρονοβόρες διαδικασίες του ΑΣΕΠ. Τα προβλήματα στο δημόσιο δεν υπάρχουν εξαιτίας του ΑΣΕΠ. Υπάρχουν παρά τη λειτουργία του ΑΣΕΠ. Η δυναμική που δημιούργησε η επιτυχία του γραπτού διαγωνισμού επιβάλλει σε όλους μας να την αξιοποιήσουμε συνεχίζοντας, διευρύνοντας και βαθαίνοντας τις αλλαγές που έχουν ανάγκη το κράτος και η κοινωνία.