Skip to main content

Εκτός μνημονίων: Το success story της οικονομίας και η πραγματικότητα της κοινωνίας

Επτά χρόνια μετά την έξοδο. Τι έχει αλλάξει.

Επτά χρόνια εκτός μνημονίων κλείνει σήμερα η χώρα μας, μια περίοδος σημαντικών εξελίξεων στην ελληνική οικονομία, με κυριότερες εξ αυτών την επαναφορά σε ρυθμούς ανάπτυξης και σε πρωτογενή πλεονάσματα.

Καταγράφηκε επανεμφάνιση φαινομένων υψηλού πληθωρισμού, σημαντική αύξηση των πρωτογενών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και υπερφορολόγηση, παρά την εφαρμογή μέτρων μείωσης των φορολογικών επιβαρύνσεων.

Στα θετικά της μεταμνημονιακής επταετίας περιλαμβάνεται και η ταχύτατη αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, η οποία οφείλεται όχι μόνο στη σημαντική αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, που καταγράφεται τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και σε μια πολύ ευνοϊκή -όπως αποδείχθηκε- ρύθμιση αναδιάρθρωσης, η οποία συμφωνήθηκε το 2018 με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Στη μεταμνημονιακή επταετία Αυγούστου 2018 – Αυγούστου 2025 που συμπληρώνεται σήμερα κυριάρχησαν σε γενικές γραμμές θετικές εξελίξεις, πιο πολύ όμως για τα οικονομικά του κράτους και λιγότερο για τα οικονομικά των πολιτών.

Ο ετήσιος ρυθμός πραγματικής μεταβολής του ΑΕΠ επανήλθε σε θετικά πρόσημα, με εξαίρεση αναπόφευκτη την περίοδο της πανδημίας. Καταγράφηκε ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αρχικά με ετήσιους ρυθμούς σταθερά υψηλότερους του 2%, λόγω της σταδιακής άρσης πολλών περιορισμών και της σταδιακής κατάργησης πολλών επαχθών δημοσιονομικών και άλλων μέτρων που είχαν επιβληθεί την περίοδο των μνημονίων.

Φοροελαφρύνσεις

Σημαντικό ρόλο στην επαναφορά της οικονομίας σε σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης διαδραμάτισαν οι μειώσεις των φορολογικών επιβαρύνσεων, κυρίως στην άμεση φορολογία, δηλαδή στη φορολογία των εισοδημάτων, των κερδών των επιχειρήσεων και των περιουσιών, το «ξεπάγωμα» των μισθών και των συντάξεων τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, η άρση των περιορισμών στις κινήσεις τραπεζικών κεφαλαίων (capital controls) και η κατάργηση επαχθών μνημονιακών φορολογικών μέτρων, όπως η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, το τέλος επιτηδεύματος για τα φυσικά πρόσωπα.

Ενδεικτικά, κατά την περίοδο 2018-2024:

  •  Μειώθηκε από το 22% στο 9% ο κατώτατος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων για το πρώτο εισοδηματικό κλιμάκιο της φορολογικής κλίμακας των μισθωτών, των συνταξιούχων, των αυτοαπασχολουμένων και των αγροτών, δηλαδή για ετήσια ποσά εισοδήματος έως 10.000 ευρώ.
  • Αυξήθηκαν δύο φορές τα αφορολόγητα όρια εισοδήματος για μισθωτούς, συνταξιούχους και κατά κύριο επάγγελμα αγρότες με εξαρτώμενα τέκνα. Σήμερα ανέρχονται σε 11.000 ευρώ για 1 τέκνο, 12.000 ευρώ για 2 τέκνα, 13.000 ευρώ για 3 τέκνα, 14.000 ευρώ για 4 τέκνα κ.ο.κ.
  • Μειώθηκαν κατά μία ποσοστιαία μονάδα οι συντελεστές φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για ετήσια εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ. Οι συντελεστές μειώθηκαν από 29%-45% σε 28%-44%.
  • Μειώθηκε ο ΕΝΦΙΑ των φυσικών προσώπων μεσοσταθμικά κατά 35%.
  • Μηδενίστηκαν οι φόροι γονικών παροχών και δωρεών προς συγγενείς πρώτου βαθμού για χρηματικά ποσά και περιουσίες αξίας μέχρι 800.000 ευρώ.
  • Καταργήθηκε η ειδική εισφορά αλληλεγγύης που επιβάρυνε με συντελεστές από 2,2% έως 10% ετήσια ατομικά εισοδήματα φυσικών προσώπων άνω των 12.000 ευρώ.
  • Καταργήθηκε το τέλος επιτηδεύματος των 350-500 ευρώ για όλα τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες.
  • Επανήλθε το καθεστώς εισοδηματικής πολιτικής που προβλέπει κάθε χρόνο αυξήσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοσίων λειτουργών, καθώς επίσης και αυξήσεις στις συντάξεις.
  • Αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός του ιδιωτικού τομέα από τα 650 στα 880 ευρώ.

Αρνητικές εξελίξεις

Κατά τη μεταμνημονιακή επταετία που συμπληρώνεται σήμερα καταγράφηκαν ωστόσο και αρνητικές εξελίξεις, που επιδείνωσαν αντί να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση και το επίπεδο διαβίωσης μεγάλου αριθμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Παρά την έξοδο από τη μέγγενη των μνημονίων, στη διάρκεια των οποίων επιβλήθηκαν πολύ μεγάλες αυξήσεις στην έμμεση φορολογία, δηλαδή στους συντελεστές ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, οι μεταμνημονιακές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν σε επαναφορά των φόρων αυτών σε λογικά επίπεδα.

Αντιθέτως, διατήρησαν τους υψηλούς συντελεστές έμμεσης φορολογίας που είχαν επιβληθεί με τα μνημόνια, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπου εφάρμοσαν επιλεγμένες μειώσεις συντελεστών.

Σε γενικές γραμμές οι βασικοί συντελεστές ΦΠΑ παραμένουν στα υψηλά επίπεδα του 13% και του 24% που διαμορφώθηκαν την περίοδο των μνημονίων. Θυμίζουμε ότι τη μνημονιακή περίοδο Μαΐου 2010-Αυγούστου 2018 οι βασικοί συντελεστές ΦΠΑ αυξήθηκαν σταδιακά από τα επίπεδα του 9% και του 19% στα επίπεδα του 13% και του 24% και παραμένουν στα επίπεδα αυτά, που είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η επιβολή μάλιστα αυτών των πολύ υψηλών συντελεστών επί ολοένα αυξανόμενων τιμών σε βασικά προϊόντα και υπηρεσίες είναι αυτή που έχει προκαλέσει μεγάλη αύξηση στα έσοδα του κράτους από έμμεσους φόρους την περίοδο 2018-2024.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που παραθέτουμε τα έσοδα από τους φόρους στην παραγωγή και τις εισαγωγές (από τους έμμεσους φόρους) αυξήθηκαν την περίοδο 2018-2025 κατά 8,12 δισ. ευρώ.

Σε υψηλά επίπεδα παραμένουν από τα έτη 2010 και 2011 που αυξήθηκαν σημαντικά και οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης στα καύσιμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο ΕΦΚ στη βενζίνη παραμένει στο επίπεδο του 0,70 ευρώ το λίτρο από το 2017, ενώ τον Μάιο του 2010 είχε αυξηθεί στο 0,67 ευρώ το λίτρο από 0,359 ευρώ που ήταν την 1η-1-2009, πριν από τα μνημόνια. Σημειώνουμε δε ότι ο ΦΠΑ με τον αυξημένο από το 19% στο 24% συντελεστή επιβάλλεται και επί των -αυξημένων και παραμενόντων εδώ και πολλά χρόνια σε υψηλά επίπεδα- συντελεστών ΕΦΚ καυσίμων.

Δύο άλλες αρνητικές εξελίξεις που σημειώθηκαν την περίοδο Αυγούστου 2018 – Αυγούστου 2025 και επιβάρυναν σημαντικά εκατομμύρια φορολογούμενους πολίτες ήταν:

  • η μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων από το 2021 μέχρι σήμερα, που είχε ως συνέπεια οι πολίτες να πληρώνουν φόρους εισοδήματος αυξημένους κατά ποσοστά πολλαπλάσια των αυξήσεων των εισοδημάτων τους, λόγω ανόδου των εισοδημάτων σε υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια με πολύ μεγαλύτερους συντελεστές φόρου και
  • η επιβολή των αντικειμενικών κριτηρίων φορολόγησης από το φορολογικό έτος 2023 σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων αυτοαπασχολουμένων, που είχε ως συνέπεια την απότομη άνοδο των φορολογητέων εισοδημάτων τους σε εξωπραγματικά επίπεδα και την εκτίναξη των φορολογικών τους επιβαρύνσεων ακόμη και σε διπλάσια ή και τριπλάσια ποσά σε σύγκριση με αυτά που πλήρωναν πριν από την επιβολή του συγκεκριμένου μέτρου.

Οι δύο αυτές αρνητικές εξελίξεις συνέβαλαν κατά κύριο λόγο στη σημαντική αύξηση των εσόδων του Δημοσίου από τη φορολογία εισοδήματος κατά 7,7 δισ. ευρώ την περίοδο 2018-2024, από τα επίπεδο των 18,598 δισ. ευρώ ή του 10,3% του ΑΕΠ το 2018 στο επίπεδο των 26,381 δισ. ευρώ ή του 11,1% του ΑΕΠ το 2024.

«Κλειδί» η ρύθμιση χρέους του 2018

Η ρύθμιση για το δημόσιο χρέος που συμφωνήθηκε τον Αύγουστο του 2018 με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου τον Αύγουστο του ίδιου έτους) περιλάμβανε ένα πακέτο μέτρων, με στόχο τόσο τη βραχυπρόθεσμη ανακούφιση όσο και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

Βασικά στοιχεία της ρύθμισης του δημόσιου χρέους ήταν τα εξής:

1. Υποτίμηση ονομαστικών επιβαρύνσεων με «κέρδη» 50 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με ανακοινώσεις της τότε κυβέρνησης τον Αύγουστο 2018, τα συνολικά οφέλη για την Ελλάδα εκτιμήθηκαν σε περίπου 50 δισ. ευρώ, εκ των οποίων:

  • 23,5 δισ. ευρώ από δεκαετή περίοδο χάριτος (αναβολή καταβολών κεφαλαίου).
  • 21,8 δισ. ευρώ από επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής κατά 10 χρόνια.
  • 4,8 δισ. ευρώ από την επιστροφή των κερδών των κεντρικών ευρωπαϊκών τραπεζών (ANFA και SMP).

2. Βιώσιμη διαχείριση σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα:

  • Στοχεύτηκε ο περιορισμός των χρηματοδοτικών αναγκών ώστε να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμη βάση (μαζί με τόκους και χρεολύσια).
  • Για την επόμενη φάση, το ανώτατο όριο θα μπορούσε να ανέβει έως το 20% του ΑΕΠ.

Η βιώσιμη διαχείριση του χρέους βασίστηκε επίσης σε:

– Επιμήκυνση των δανείων από τον EFSF με χαμηλότερα επιτόκια, ξεκινώντας από το 2032.

– Κατάργηση του step-up (κλιμακούμενου επιτοκίου) που υπήρχε στο δεύτερο μνημόνιο.

– Επιστροφή των κερδών ANFA και SMP στην Ελλάδα για την ενίσχυση των ταμειακών αναγκών.

3. Μακροπρόθεσμη στρατηγική βιωσιμότητας. Για την περίοδο 2023-2060 επιδιώχθηκε:

  • Η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων κατά μέσο όρο 2,2% του ΑΕΠ.
  • *** Η ενεργοποίηση περαιτέρω λύσεων, όπως η περαιτέρω επιμήκυνση ωριμάνσεων και ενδεχόμενες επιπλέον ρυθμίσεις, εφόσον χρειαστεί.

4. Προοπτική για χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα έγινε σύσταση για:

  •  Μερική εξόφληση δανείων, αξιοποιώντας διαθέσιμα από ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών (περίπου 20 δισ. ευρώ).
  • Αξιοποίηση πόρων και για αγορά δανείων (π.χ. του ΔΝΤ) με χαμηλότερο επιτόκιο, γύρω στο 0,9% αντί του 3%.
  • Κατάργηση των σταθερών περιθωρίων επιτοκίου (step-up) για τη μελλοντική δανειοδότηση, ώστε να μειωθεί το κόστος δανεισμού μέσω μηχανισμού «back-to-back».

Το στοίχημα των επενδύσεων

Οι επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) ανήλθαν το 2024 λίγο κάτω από 15% του ΑΕΠ, απέχοντας από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που είναι πάνω από το 20%.

Υπάρχει όμως πρόοδος τα τελευταία χρόνια, καθώς από 10,7% που ήταν το 2019, αυξήθηκαν σταδιακά στο 10,73% το 2020, στο 13,6% το 2022 και στο 14,7% το 2024.

Η αύξηση των επενδύσεων ενισχύεται από τα τρία «βαριά» κοινοτικά προγράμματα (ΤΑΑ, ΕΣΠΑ, ΚΑΠ) που εισέφεραν ρευστότητα άνω των 70 δισ. ευρώ, από τα δεκάδες δισ. ευρώ νέων δανείων που χορήγησαν οι τράπεζες, καθώς και από την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων, όπως και από τη χρήση ιδίων κεφαλαίων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι 2009, προ μνημονίων, το ποσοστό των επενδύσεων προς το ΑΕΠ ήταν στο 20%, κοντά στον μέσο όριο της Ευρωζώνης, αλλά την περίοδο των μνημονίων τα ποσοστά κατέρρευσαν.

Η αρνητική αποταμίευση

Παρά την ανάπτυξη, εξακολουθεί να παραμένει σε αρνητικά επίπεδα το ποσοστό της αποταμίευσης στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.

Η εθνική αποταμίευση το 2024 διαμορφώθηκε στο 9,9% του ΑΕΠ, με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης να φτάνει στο 24,4%. Για το 2025 εκτιμάται ότι θα υπάρξει αύξηση στην Ελλάδα στο 10,5% και στην Ευρωζώνη θα διαμορφωθεί στο 24,2%.

Όμως, ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών αναμένεται να παραμείνει αρνητικός. Το 2024 το ποσοστό ήταν αρνητικό στην Ελλάδα κατά 2,5%, όταν τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης «έτρεχαν» με 15,3%.

Το 2025 εκτιμάται ότι η αποταμίευση στην Ελλάδα θα παραμείνει αρνητική στο 2,5%, ενώ στην Ευρωζώνη θα κινείται στο 15,2%.

Αγοραστική… αδυναμία

Σε χαμηλά επίπεδα παραμένει η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, παρά την έξοδο από τα μνημόνια.

Τα τελευταία στoιχεία της Eurostat κατατάσσουν την Ελλάδα στην προτελευταία θέση της Ε.Ε., καθώς η αγοραστική δύναμη υπολείπεται 30% του μέσου όρου.