Skip to main content

Τροχοπέδη για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα η παραγωγική και τεχνολογική υστέρηση

Αντίβαρο η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου

Τα αυξημένα κόστη ενέργειας, ο πληθωρισμός, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, η αδυναμία πρόσβασης σε προγράμματα χρηματοδότησης αλλά και δομικά προβλήματα που αφορούν την παραγωγικότητα αλλά και την ψηφιακή μετάβαση καθιστούν επισφαλή την πορεία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες παρά τις διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων ετών έχουν ενισχυθεί τόσο σε απόλυτο αριθμό, όσο και σε όρους απασχόλησης και παραγόμενου προϊόντος, σύμφωνα με σχετική μελέτη της Alpha Bank.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2024 αντιστοιχούσαν 79 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) για κάθε 1.000 κατοίκους, μία από τις υψηλότερες αναλογίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27) και σημαντικά υψηλότερη του μέσου όρου αυτής (58 ΜμΕ/1.000 κατοίκους). Αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο των πολύ μικρών επιχειρήσεων, τόσο στην απασχόληση (47% έναντι 30%), όσο και στην ΑΠΑ (25% έναντι 20%) είναι σημαντικά μεγαλύτερο στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ-27. Το γεγονός αυτό συνδέεται με το μεγάλο αριθμό των αυτοαπασχολούμενων οι οποίοι αποτελούν περίπου το 27% επί του συνόλου, έναντι μόλις 14% στην ΕΕ-27.

Παραγωγική υστέρηση

Η παραγωγικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία ορίζεται ως η προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο, είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ-27. Πιο αναλυτικά, το 2024 η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ήταν Ευρώ 20,1 χιλ. (με βάση τις ονομαστικές τιμές), πάνω από πέντε φορές χαμηλότερη έναντι της Ιρλανδίας που βρίσκεται στην πρώτη θέση. Επιπρόσθετα, ένας παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα είναι το γεγονός ότι οι ελληνικές ΜμΕ δραστηριοποιούνται σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σε κλάδους των υπηρεσιών και της μεταποίησης με χαμηλή γνωσιακή και τεχνολογική ένταση. Το 2024 στην Ελλάδα οι κλάδοι υπηρεσιών χαμηλής έντασης γνώσης και οι κλάδοι της μεταποίησης χαμηλής τεχνολογίας αντιπροσώπευαν το 73% σε όρους πλήθους επιχειρήσεων (ΕΕ-27: 67%), το 83% σε όρους απασχόλησης (ΕΕ-27: 74%) και το 75% σε όρους πραγματικής προστιθέμενης αξίας (ΕΕ-27: 68%).

Τεχνολογική υστέρηση – Εξαίρεση το ηλεκτρονικό εμπόριο

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index-DESI), ο οποίος παρακολουθεί τις ψηφιακές επιδόσεις των κρατών-μελών της ΕΕ-27, το 2024 μόλις το 53,4% των ΜμΕ παρουσίαζε τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, κατατάσσοντάς μας στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ-27 (ευρωπαϊκός μέσος όρος: 72,9%). Γενικότερα, οι ελληνικές ΜμΕ υστερούν έναντι των αντίστοιχων ευρωπαϊκών στη χρήση προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών αν και έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat8 , το 8,2% των μικρών επιχειρήσεων και το 15,9% των μεσαίων επιχειρήσεων χρησιμοποίησαν το 2024 τουλάχιστον μία εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης.

Μολονότι τα δύο ποσοστά είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα του 2023 (3,5% και 5,7%), υστερούν έναντι της πλειονότητας των ευρωπαϊκών κρατών αλλά και έναντι των μέσων όρων της ΕΕ-27 (11,2% και 21%). Αντίθετα, υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω διαδικτύου το 2024 (23,6% έναντι 21,9% στην ΕΕ-27). Σημειώνεται ότι το εν λόγω ποσοστό για την Ελλάδα κινούνταν στο εύρος 8%- 12% κατά την περασμένη δεκαετία, ωστόσο έχει σημειώσει σημαντική αύξηση μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Οι μεσαίες επιχειρήσεις που πραγματοποίησαν ηλεκτρονικές πωλήσεις σε ποσοστό 20,5% το 2024 έναντι 30,5% του μέσου όρου της ΕΕ-27.