Skip to main content

Επιχείρηση αλεξικέραυνος και αντίμετρα «γοητείας» ενόψει του ραντεβού Τραμπ – Ζελένσκι

REUTERS/Elizabeth Frantz

Οι Ευρωπαίοι στέλνουν στην Ουάσινγκτον φιλικούς προς τον Τραμπ συνομιλητές ως ανάχωμα στην εγκάρδια συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου με τον Πούτιν και υπό τον φόβο νέας σύρραξης στο Οβάλ Γραφείο.

Ο «εναγκαλισμός» -μεταφορικώς και κυριολεκτικώς- του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν την περασμένη Παρασκευή έχει προκαλέσει ανησυχία στους Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι φοβούνται ότι ο Ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δεν θα τύχει της ίδιας φιλικής αντιμετώπισης τη Δευτέρα στο Οβάλ Γραφείο, και λαμβάνουν μέτρα για να ενισχύσουν την τύχη του Κιέβου.

Συμφωνα με ρεπορτάζ του Politico που επικαλείται τρεις ευρωπαϊκές πηγές, οι Ευρωπαίοι σχεδιάζουν να στείλουν δίπλα στον Ζελένσκι τουλάχιστον έναν από τους αγαπημένους συνομιλητές του Τραμπ: Τον Πρόεδρο της Φινλανδίας Αλεξάντερ Στουμπ.

Το σκεπτικό είναι ότι ο Στουμπ μπορεί να απορροφήσει πιθανούς κραδασμούς στη συνομιλία Τραμπ – Ζελένσκι και να πείσει τον Αμερικανό πρόεδρο να συμπεριλάβει την Ευρώπη σε περαιτέρω συνομιλίες.

Ευρώπη και Ουκρανία θεωρούν την Δευτέρα μια κρίσιμη μέρα προκειμένου να διασφαλίστεί ότι ο Τραμπ δεν θα υποκύψει σε απαιτήσεις του Πούτιν, τις οποίες θεωρούν απαράδεκτες, (βλέπε: παραχώρηση ουκρανικού εδάφους στη Ρωσία που η Μόσχα μερικώς κατέχει αυτή τη στιγμή).

Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ουκρανίας θέλουν επίσης πάση θυσία να αποφευχθεί μια νέα «παγίδα» στον Ζελένσκι, που ενδεχομένως θα εξελισσόταν σε μια καταστροφική συνάντηση ανάλογη εκείνης στον Λευκό Οίκο τον Φεβρουάριο.

Ετσι, και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, ο οποίος έχει καλλιεργήσει στενές σχέσεις με τον Τραμπ, ίσως ταξιδέψει στην Ουάσιγκτον, σύμφωνα με πληροφορίες.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι θα συναντήσει πρώτα τον Ζελένσκι και στη συνέχεια θα επιδιώξει μια τριμερή συνάντηση με τον Πούτιν. Κάτι που οι Ρώσος Πρόεδρος μέχρι στιγμής έχει αρνηθεί. Και δεν έδειξε σημάδια αλλαγής της στάσης αυτής, ούτε την Παρασκευή.

«Είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα της συνάντησης στην Αλάσκα προκάλεσε ανησυχίες στην Ευρώπη, καθώς φαίνεται ότι ο Τραμπ έχει αποδεχτεί μεγάλο μέρος των επιχειρημάτων του Πούτιν», δηλώνει η Καμίλ Γκραντ, πρώην ανώτατο στέλεχος του ΝΑΤΟ.

«Η συνάντηση δεν θεωρείται πλήρης καταστροφή, αλλά οι Ευρωπαίοι ανησυχούν σίγουρα για την πορεία των γεγονότων», προσθέτει η ίδια. «Γι’ αυτό γίνεται προσπάθεια να αποφευχθεί μια νέα δραματική εξέλιξη».

Εφιάλτης το κόκκινο χαλί

Δημοσίως, Ευρώπη και Ουκρανία εμφανίζονται αισιόδοξες. Όμως, ιδιωτικά, οι αξιωματούχοι ανησυχούν για την επιστροφή του Πούτιν στη Δύση με «κόκκινο χαλί», η οποία του εξασφάλισε μια εικόνα παγκόσμιας νομιμότητας χωρίς τις ειρηνευτικές χειρονομίες που ζητούσαν οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ουκρανία.

«Οι ανησυχίες υπήρχαν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και η συνάντηση της Παρασκευής δεν βοήθησε ιδιαίτερα», δήλωσε Ευρωπαίος αξιωματούχος.

Η θέση του Τραμπ στον πόλεμο έχει αλλάξει αρκετές φορές τις τελευταίες εβδομάδες. Παρά το γεγονός ότι κατηγορούσε επί μήνες την Ουκρανία για τη σύρραξη, εσχάτως είχε γίνει πιο επικριτικός προς τον Πούτιν ενόψει της συνόδου στην Αλάσκα. Είχε φθάσει να δηλώσει ότι ο Πούτιν θα αντιμετώπιζε «σοβαρές συνέπειες» αν δεν συμφωνούσε να σταματήσει τον πόλεμο μετά τη συνάντηση της Παρασκευής.

Όμως μετά από τρεις ώρες συζητήσεων με τον Πούτιν, ο Τραμπ υπαναχώρησε από την απαίτηση άμεσης εκεχειρίας, δήλωσε ξανά ότι η λήξη των εχθροπραξιών εξαρτάται από την Ουκρανία και συνεβούλευεσε το Κίεβο να «αποδεχτεί τη συμφωνία», χωρίς να προσδιορίσει τι πρότεινε ο Πούτιν.

Μεταξύ ανακούφισης και απογοήτευσης

Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είναι ανακουφισμένοι μεν που ο Τραμπ δεν υπέγραψε συμφωνία με τον Πούτιν, αλλά και απογοητευμένοι που η απειλή υψηλών δευτερογενών δασμών για τρίτες χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, εγκαταλείφθηκε.

«Θέλουν να επηρεάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και δεν θέλουν να αφήσουν την πρωτοβουλία στον Πούτιν», δηλώνει ο Τζουζέπε Σπαταφόρα, πρώην αξιωματούχος του ΝΑΤΟ και νυν αναλυτής στο EU Institute for Security Studies. «Γενικά, οι Ευρωπαίοι μιλούν πολύ περισσότερο με τον Τραμπ απ’ ό,τι κατά τους πρώτους 100 μέρες, γεγονός θετικό. Έχουν επιρροή, αλλά περιορισμένη».