Αποδυναμωμένη από τον πόλεμο και το διπλωματικό αδιέξοδο, η ιρανική θρησκευτική ελίτ βρίσκεται σε σταυροδρόμι: να αψηφήσει τις πιέσεις για αναστολή του πυρηνικού της προγράμματος και να ρισκάρει νέες επιθέσεις από το Ισραήλ και τις ΗΠΑ ή να υποχωρήσει, διακινδυνεύοντας εσωτερική διάσπαση της ηγεσίας.
Προς το παρόν, το καθεστώς της Ισλαμικής Δημοκρατίας επικεντρώνεται στην επιβίωση του, παρά σε μακροπρόθεσμη στρατηγική.
Μια εύθραυστη εκεχειρία τερμάτισε τον 12ήμερο πόλεμο τον περασμένο Ιούνιο, που ξεκίνησε με ισραηλινά αεροπορικά πλήγματα και ακολούθησαν αμερικανικές επιθέσεις σε τρεις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις.
Αν και και οι δύο πλευρές ισχυρίστηκαν ότι πέτυχαν τους στόχους τους, ο πόλεμος αποκάλυψε στρατιωτικές αδυναμίες και πλήγωσε το κύρος αποτροπής που διεκδικούσε το Ιράν ως περιφερειακή δύναμη — και κύριος εχθρός του Ισραήλ.
Η επιλογή του διαλόγου
Τρεις Ιρανοί αξιωματούχοι, μιλώντας στο Reuters, είπαν ότι πλέον το πολιτικό κατεστημένο βλέπει τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ ως τη μόνη επιλογή για αποφυγή κλιμάκωσης και υπαρξιακού κινδύνου.
Οι επιθέσεις στόχευσαν πυρηνικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ σκοτώθηκαν κορυφαία στελέχη των Φρουρών της Επανάστασης και πυρηνικοί επιστήμονες. Η χρονική στιγμή των επιθέσεων, μια ημέρα πριν τον προγραμματισμένο έκτο γύρο συνομιλιών με την Ουάσινγκτον, προκάλεσε σοκ στην Τεχεράνη.
Η Τεχεράνη κατηγόρησε τις ΗΠΑ για «προδοσία της διπλωματίας», ενώ σκληροπυρηνικοί βουλευτές και στρατιωτικοί κατηγόρησαν τους υποστηρικτές του διαλόγου, λέγοντας ότι ήταν μια «στρατηγική παγίδα» που αποπροσανατόλισε τις ένοπλες δυνάμεις. Ωστόσο, ένας πολιτικός αξιωματούχος ανέφερε ότι η ηγεσία πλέον τείνει προς τις συνομιλίες, διότι «είδαν το κόστος της στρατιωτικής αντιπαράθεσης».
Ο πρόεδρος Μασούντ Πεζεσκιάν δήλωσε πρόσφατα ότι η επανέναρξη του διαλόγου με τις ΗΠΑ δεν σημαίνει παράδοση, απαντώντας σε σκληροπυρηνικούς που αντιτίθενται στη διπλωματία μετά τον πόλεμο. Πρόσθεσε: «Δεν θέλετε να μιλήσουμε; Τι θέλετε να κάνουμε; … Να επιστρέψουμε στον πόλεμο;»
Οι δηλώσεις του επικρίθηκαν από σκληροπυρηνικούς όπως ο διοικητής των Φρουρών της Επανάστασης Αζίζ Γκαζανφαρί, ο οποίος προειδοποίησε ότι η εξωτερική πολιτική απαιτεί διακριτικότητα και ότι απρόσεκτες δηλώσεις μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες.
Τελικά, ο Ανώτατος Ηγέτης Αλί Χαμενεΐ έχει τον τελευταίο λόγο. Σύμφωνα με πηγές, ο ίδιος και η θρησκευτική ελίτ έχουν καταλήξει σε συναίνεση υπέρ της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων, θεωρώντας τις ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Το υπουργείο Εξωτερικών του Ιράν δήλωσε πάντως ότι δεν έχει ληφθεί απόφαση για την επανέναρξη των συνομιλιών.
Δυναμικές εξωτερικές πιέσεις
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου έχουν προειδοποιήσει ότι δεν θα διστάσουν να πλήξουν ξανά το Ιράν εάν επαναλάβει τον εμπλουτισμό ουρανίου, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ προειδοποίησε: «Αν ξεκινήσουν ξανά τον εμπλουτισμό, θα επιστρέψουμε». Η Τεχεράνη απάντησε με απειλές για σκληρή αντίποινα.
Ωστόσο, η ιρανική ηγεσία φοβάται ότι νέες επιθέσεις θα μπορούσαν να αποδιοργανώσουν εντελώς τον πολιτικό και στρατιωτικό μηχανισμό. Έτσι, συστάθηκε ειδικό αμυντικό συμβούλιο για τη διατήρηση της διοικητικής συνέχειας, ακόμη κι αν ο 86χρονος Χαμενεΐ χρειαστεί να μετακινηθεί σε απομακρυσμένο καταφύγιο για την ασφάλειά του.
Ο Άλεξ Βατάνκα, διευθυντής του Iran Program στο Middle East Institute στην Ουάσινγκτον, δήλωσε: «Αν το Ιράν επιχειρήσει να ξαναχτίσει γρήγορα τις πυρηνικές του δυνατότητες χωρίς εγγυήσεις, τότε το ενδεχόμενο επίθεσης ΗΠΑ–Ισραήλ δεν είναι απλώς πιθανό — είναι σχεδόν βέβαιο» και πρόσθεσε: «Η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μπορεί να προσφέρει πολύτιμο χρόνο και οικονομική ανάσα στο Ιράν, αλλά χωρίς ανταπόκριση από τις ΗΠΑ, ενδέχεται να προκληθεί αντιπαράθεση με σκληροπυρηνικούς, βαθύτερες ρωγμές στην ηγεσία και νέες κατηγορίες περί παράδοσης».
Η Τεχεράνη επιμένει στο δικαίωμά της στον εμπλουτισμό ουρανίου για ειρηνικούς σκοπούς, ενώ η κυβέρνηση Τραμπ απαιτεί πλήρη διακοπή-ένα βασικό σημείο διαφωνίας.
Αναβίωση κυρώσεων του ΟΗΕ μέσω του λεγόμενου μηχανισμού «snapback», που προωθούν τρεις ευρωπαϊκές χώρες, απειλεί περαιτέρω εάν το Ιράν δεν επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις ή δεν υπάρξει επαληθεύσιμη συμφωνία.
Η Τεχεράνη έχει απειλήσει ότι μπορεί να αποχωρήσει από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων. Ωστόσο, πηγές υποστηρίζουν ότι πρόκειται περισσότερο για διαπραγματευτικό όπλο, καθώς έξοδος από τη συνθήκη θα εκληφθεί ως πρόθεση κατασκευής πυρηνικών και θα προκαλούσε άμεση αντίδραση από ΗΠΑ και Ισραήλ.
Ένας ανώτερος δυτικός διπλωμάτης δήλωσε ότι οι Ιρανοί ηγέτες είναι πιο ευάλωτοι από ποτέ, και κάθε απόπειρα πρόκλησης θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ, ιδίως μέσα σε περιβάλλον εσωτερικής αναταραχής, υποχωρημένης αποτρεπτικής ισχύος και αποδυνάμωσης ιρανικών παραστρατιωτικών δικτύων από το Ισραήλ σε όλη τη Μέση Ανατολή από το 2023 και μετά.
Αυξανόμενη ανησυχία στο εσωτερικό
Στην ιρανική κοινωνία, η κόπωση από τον πόλεμο και την απομόνωση είναι έντονη, ενισχυμένη από την κρίση διακυβέρνησης. Η οικονομία, βασισμένη στο πετρέλαιο, υποφέρει από τις κυρώσεις και την κακοδιαχείριση.
Καθημερινές διακοπές ρεύματος πλήττουν πόλεις σε όλη τη χώρα των 87 εκατομμυρίων κατοίκων. Οι επιχειρήσεις μειώνουν δραστηριότητες. Τα φράγματα έχουν φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, με την κυβέρνηση να προειδοποιεί για “εθνική κρίση ύδατος”.
Πολλοί Ιρανοί — ακόμα και όσοι είναι αντίθετοι με το θεοκρατικό καθεστώς — στήριξαν τη χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου τον Ιούνιο, αλλά τώρα αντιμετωπίζουν χαμένες εισοδηματικές πηγές και αυξημένη καταστολή. Ο Αλιρέζα, 43 ετών, έμπορος επίπλων στην Τεχεράνη, δήλωσε ότι σκέφτεται να περιορίσει την επιχείρησή του και να μετακομίσει την οικογένειά του, λόγω φόβου για νέες αεροπορικές επιθέσεις: «Αυτό είναι το αποτέλεσμα 40 ετών αποτυχημένων πολιτικών. Είμαστε χώρα πλούσια σε πόρους και όμως οι πολίτες δεν έχουν ούτε νερό ούτε ρεύμα. Οι πελάτες μου δεν έχουν λεφτά. Η επιχείρησή μου καταρρέει.»
Τουλάχιστον 20 Ιρανοί που μίλησαν τηλεφωνικά επανέλαβαν το ίδιο συναίσθημα: ότι αν και κανείς δεν θέλει νέο πόλεμο, η πίστη στην ικανότητα της ηγεσίας να κυβερνήσει ορθά εξανεμίζεται.
Παρά τη δυσαρέσκεια, δεν έχουν ξεσπάσει μαζικές διαδηλώσεις. Οι αρχές έχουν αυξήσει τα μέτρα ασφαλείας, εντείνουν την πίεση σε φιλοδημοκρατικούς ακτιβιστές, επιταχύνουν εκτελέσεις και εξαρθρώνουν φερόμενα ισραηλινά δίκτυα κατασκοπείας — ενισχύοντας τον φόβο για γενικευμένη επιτήρηση και καταστολή.
Παρόλα αυτά, μετριοπαθείς φωνές επανεμφανίζονται στα κρατικά μέσα ενημέρωσης μετά από χρόνια περιθωριοποίησης. Ορισμένοι αναλυτές βλέπουν σε αυτό ένδειξη προσπάθειας εκτόνωσης της κοινωνικής ανησυχίας και σηματοδότησης δυνατότητας εσωτερικής μεταρρύθμισης — χωρίς αλλαγή καθεστώτος.