Ο ήλιος σηκώνεται πάνω από το Βερολίνο, αλλά στους δρόμους δεν ακούγονται τα γνώριμα πρωινά βήματα. Ο αέρας γεμίζει με το μεταλλικό τρίξιμο από ρολά συρματοπλέγματος που ξετυλίγονται.
Έχει μόλις ξημερώσει Κυριακή 13 Αυγούστου 1961. Και στρατιώτες της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με πρόσωπα ανέκφραστα, δουλεύουν ασταμάτητα.
Μέσα σε λίγες ώρες, ένα αόρατο μέχρι πρότινος σύνορο γίνεται χειροπιαστό. Δρόμοι κλείνουν, γραμμές τραμ σταματούν, σπίτια που «κοιτούσαν» προς τη Δύση αποκτούν μπροστά στις πόρτες τους στρατιώτες και εμπόδια.
Οι κάτοικοι κοιτάζουν σαστισμένοι. Κάποιοι δεν τολμούν να πλησιάσουν. Άλλοι, με μια δόση αφέλειας, πιστεύουν πως είναι προσωρινό.

Η νύχτα που αλλάζει τα πάντα
Η απόφαση είχε ληφθεί κρυφά εβδομάδες πριν, στα γραφεία του Βάλτερ Ούλμπριχτ και των συμβούλων του στην Ανατολική Γερμανία. Ο φόβος της «αιμορραγίας» —οι χιλιάδες πολίτες που περνούσαν καθημερινά στη Δύση— απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του καθεστώτος.
Κι έτσι, η επιχείρηση ξεκινά. Στρατιωτικά φορτηγά κατακλύζουν τα σημεία διέλευσης, φορτωμένα ρολά συρματοπλέγματος και σακιά με άμμο. Μέχρι να χαράξει, 155 χιλιόμετρα συνόρων στην πόλη φυλάσσονται.
Η πόλη χωρίζεται χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός — αλλά με μια βουβή βία που θα πονά για δεκαετίες.
Οικογένειες χωρισμένες με μια κίνηση
Σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Μπερναουερ, η Άννα ξυπνά από τον θόρυβο. Τρέχει στο παράθυρο και βλέπει στρατιώτες κάτω από το σπίτι της.
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, λίγα μέτρα μακριά, βρίσκεται το σπίτι της αδελφής της. Της γνέφει, αλλά ανάμεσά τους στέκεται τώρα ένα διπλό φράγμα συρματοπλέγματος. Καμία πλευρά δεν επιτρέπεται να περάσει.
Η σκηνή επαναλαμβάνεται σε δεκάδες δρόμους. Άνθρωποι που κοιμήθηκαν σε ένα ενιαίο Βερολίνο, ξυπνούν και ανακαλύπτουν πως βρίσκονται «στη λάθος πλευρά».
Κάποιοι εργαζόμενοι που δούλευαν στη Δύση δεν μπορούν πια να φτάσουν στη δουλειά τους. Ζευγάρια, φίλοι, γονείς και παιδιά χωρίζονται χωρίς αποχαιρετισμό.

Η Δύση παρακολουθεί – και μένει άπραγη
Στην άλλη πλευρά της πόλης, οι δυτικοί σύμμαχοι ξυπνούν από τις αναφορές των περιπόλων. Στρατιώτες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας κοιτάζουν μέσα από τα σύνορα, βλέπουν την αστραπιαία αλλαγή και συνειδητοποιούν πως το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας μόλις κλείδωσε το Βερολίνο.
Η Ουάσινγκτον, το Λονδίνο και το Παρίσι διαμαρτύρονται, αλλά κανείς δεν θέλει να ανάψει τη σπίθα ενός πολέμου. Ο Τζον Φ. Κένεντι, που βρίσκεται μόλις λίγους μήνες στην προεδρία, δηλώνει: «Δεν είναι τοίχος ελευθερίας, είναι τοίχος φυλακής».
Όμως, οι Αμερικανοί στρατιώτες λαμβάνουν διαταγές να μην επέμβουν.
Απελπισμένες αποδράσεις
Μερικοί δεν αντέχουν την ιδέα να μείνουν παγιδευμένοι. Ο 19χρονος Κόνραντ Σούμαν, στρατιώτης της Ανατολικής Γερμανίας, γίνεται σύμβολο αντίστασης όταν πηδά πάνω από τα συρματοπλέγματα προς τη Δύση — η φωτογραφία του κάνει τον γύρο του κόσμου.
Άλλοι προσπαθούν πιο κρυφά. Στην οδό Μπερναουερ, οικογένειες δένουν σεντόνια για να κατέβουν από τα παράθυρα στην δυτική πλευρά. Σύντομα, οι ανατολικές αρχές τσιμεντώνουν τις πόρτες και τα παράθυρα των κτιρίων. Κάθε νέα μέρα, το «προσωρινό» εμπόδιο γίνεται όλο και πιο μόνιμο.
Από το συρματόπλεγμα στο τείχος
Το φθινόπωρο του 1961, το συρματόπλεγμα αντικαθίσταται από τσιμεντένια μπλοκ. Το «αντιφασιστικό προστατευτικό τείχος», όπως το αποκαλεί η Ανατολική Γερμανία, υψώνεται και γίνεται το απόλυτο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου.
Οι κάτοικοι συνηθίζουν την παρουσία του, αλλά ποτέ δεν τη δέχονται. Κάθε απόπειρα διαφυγής κουβαλά τον κίνδυνο του θανάτου· οι φρουροί έχουν διαταγές να πυροβολούν.
Και όμως, μέσα στις επόμενες δεκαετίες, περισσότεροι από 5.000 άνθρωποι θα επιχειρήσουν να περάσουν, μερικοί με τολμηρά σχέδια: σήραγγες, αερόστατα, ακόμη και μεταμφιέσεις.
Η μέρα που η Ιστορία πάγωσε
Η 13η Αυγούστου 1961 δεν ήταν απλώς η αρχή του Τείχους. Ήταν η στιγμή που ο κόσμος κατάλαβε πως η γραμμή που χώριζε Ανατολή και Δύση δεν ήταν πλέον συμβολική — ήταν τσιμεντένια, αδιαπέραστη, και θα έμενε εκεί για 28 χρόνια.
Στο Βερολίνο, τα παιδιά μεγάλωναν μαθαίνοντας να παίζουν στη σκιά του. Οι οικογένειες έστελναν γράμματα που λογοκρίνονταν. Και οι ήχοι των Χριστουγέννων από την άλλη πλευρά έφταναν σαν μακρινή ανάμνηση.
Το τείχος πέφτει, αλλά η πληγή μένει
Στις 9 Νοεμβρίου 1989, όταν τα σύνορα άνοιξαν ξανά, το Βερολίνο ξέσπασε σε δάκρυα και αγκαλιές. Αλλά για όσους έζησαν εκείνη την Κυριακή του 1961, η χαρά της επανένωσης συνοδεύεται πάντα από τη μνήμη μιας μέρας που τους πήρε κάτι ανεπανόρθωτο.
Η 13η Αυγούστου μένει χαραγμένη ως η μέρα που μια πόλη ξύπνησε μισή — και έμαθε πως οι τοίχοι μπορούν να πέσουν, αλλά οι σκιές τους δεν εξαφανίζονται ποτέ.