Η πρώτη συνεργασία του διεθνώς καταξιωμένου Έλληνα σκηνοθέτη και δασκάλου Θεόδωρου Τερζόπουλου με το Εθνικό Θέατρο, η εμβληματική «Ορέστεια» του Αισχύλου, η οποία αναδείχθηκε σε μία από τις σπουδαιότερες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, στις 22 και στις 23 Αυγούστου, θα κλείσει τον φετινό κύκλο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
Για την «Ορέστεια»
Το 458 π.Χ., σε μια εποχή βίαιων κοινωνικών και πολιτικών ανατροπών, o Αισχύλος παρουσιάζει στη γιορτή των Διονυσίων την «Ορέστεια» («Αγαμέμνων», «Χοηφόροι», «Ευμενίδες»), τη μοναδική σωζόμενη τριλογία αρχαίου δράματος και το τελευταίο σωζόμενο έργο του, που ολοκλήρωσε δύο μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του, αντανακλώντας πολλές από τις ραγδαίες μεταβολές της εποχής του.
Κεντρικός άξονας της τριλογίας είναι η τραγική πορεία της οικογένειας των Ατρειδών, η κατάρα του αίματος που διαχέεται σε όλα τα πρόσωπα του δράματος και του χορού μέσα από διαδοχικά στάδια, οδηγώντας από την αποσταθεροποίηση στο αδιέξοδο. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύεται η Αθηνά, για να θεσμοθετήσει μια αμφιλεγόμενη ειρήνη.
Στα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας, στον «Αγαμέμνονα» και τις «Χοηφόρους», οι δολοφονίες που βάζουν τέλος στις τυραννικές εξουσίες του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, αντίστοιχα, αποτελούν την κορύφωση μιας νέας περιόδου κρίσης και αποσταθεροποίησης που αντανακλάται στις «Ευμενίδες». Οι Ερινύες, οι χθόνιες θεότητες, εκπροσωπώντας τα ένστικτα και τις παρορμήσεις, διαφυλάσσουν τη μνήμη.
Γνωρίζοντας ότι κάθε διαμάχη με τους θεούς είναι προδιαγεγραμμένη ήττα, εξεγείρονται και απειλούν την ευταξία της πόλης. Ο Ορέστης πρέπει να πληρώσει για να τιμωρηθεί όχι μόνο το έγκλημα, αλλά και η επανάληψή του, και να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη της σύγκρουσης.
Η Αθηνά προσπαθεί με κάθε τίμημα να συνάψει «σύμφωνο ειρήνης» ανάμεσα στους θεούς και τις Ερινύες, προσφέροντας ανταλλάγματα και προνόμια. Για να πετύχει τη συνθηκολόγηση, μεταφέρει τη βία στο πεδίο της γλώσσας. Ο λόγος της εισάγει τη δόλια πειθώ, το ψέμα και την παραπλάνηση στην πολιτική σφαίρα. Οι Ερινύες υποκύπτουν με τη θέλησή τους. Φορώντας τα χαρακτηριστικά πορφυρά ενδύματα των μετοίκων, ανακηρύσσονται σε Ευμενίδες και απομακρύνονται από τον πυρήνα της πόλης. Οδηγούνται στην αφάνεια, στη λήθη, στα έγκατα της γης.
Το δημοκρατικό πολίτευμα έχει εγκαθιδρυθεί. Όχι, όμως, ανώδυνα. Ό,τι είναι ασύμβατο με το νέο καθεστώς –το μέρος του ζωντανού σώματος που συνδέεται με τη μνήμη, τα ένστικτα, τη ζωική ορμή– έχει εξοριστεί. Η νέα τάξη πραγμάτων επιβάλλεται από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς με τρόπο τέτοιο, ώστε αυτές οι ζωτικές δυνάμεις μοιάζει σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Οι Ερινύες συμβιβάζονται και αποδέχονται την κοινωνική θέση των μετοίκων, ωστόσο η εσωτερική δομή τους δεν αλλοιώνεται. Όπως τα φυσικά φαινόμενα που δεν εξαφανίζονται από τη γη, αλλά ακολουθούν μια σπειροειδή πορεία μετουσίωσης, κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης, έτσι μπορούμε να φανταζόμαστε και τις χθόνιες θεότητες να οπισθοχωρούν και να αποσύρονται, για να αναδυθούν εκ νέου, παίρνοντας συνεχώς νέες, απροσδόκητες μορφές.
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Πρόθεσή μας είναι η μελέτη του βάθους του μύθου της “Ορέστειας” και η αναζήτηση του απρόβλεπτου, του ασυνήθιστου, του παράδοξου. Τα πρόσωπα προσφέρουν τα σώματά τους στο θυσιαστήριο του ανοίκειου, θέτουν διαρκή ερωτήματα και διλήμματα. Η αισθητική της παράστασης προκύπτει από τη δυναμική σχέση του Σώματος με τον Μύθο, τον Χρόνο και τη Μνήμη. Θέτουμε ξανά το θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα “περί τίνος πρόκειται”, ένα ερώτημα που δεν επιδέχεται οριστικές απαντήσεις, αλλά διαρκώς μας ενεργοποιεί προς την κατεύθυνση της ολοένα βαθύτερης έρευνας της ρίζας του ήχου, της λέξης, των πολλαπλών διαστάσεων του ανθρώπινου αινίγματος και της ανακατασκευής ενός νέου Μύθου».
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί (αλφαβητικά): Μπάμπης Αλεφάντης (Πυλάδης), Έβελυν Ασουάντ (Κασσάνδρα), Τάσος Δήμας (Φύλακας / Κορυφαίος / Προπομπός), Κωνσταντίνος Ζωγράφος (Ορέστης), ‘Έλλη Ιγγλίζ (Τροφός), Δαυίδ Μαλτέζε (Αίγισθος), ‘Άννα Μαρκά Μπονισέλ (Προφήτις), Νίκος Ντάσης (Απόλλων), Ντίνος Παπαγεωργίου (Κήρυκας), Αγλαΐα Παππά (Αθηνά), Μυρτώ Ροζάκη (Ηλέκτρα), Σάββας Στρούμπος (Αγαμέμνων), Αλέξανδρος Τούντας (Οικέτης), Σοφία Χιλλ (Κλυταιμνήστρα / Το Είδωλον της Κλυταιμνήστρας).
Πέμπτη φορά στην Επίδαυρο
Η «Ορέστεια» έχει παρουσιαστεί από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο πέντε φορές μέχρι σήμερα: το 1954 και το 1959 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, το 1972 σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, το 2001 σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου και το 2019 με την Ιώ Βουλγαράκη, τη Λίλλυ Μελεμέ και τη Γεωργία Μαυραγάνη, που σκηνοθέτησαν τα έργα «Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες» αντίστοιχα, στην πρώτη τους σκηνοθετική παρουσία στην Επίδαυρο.