Η κέτσαπ έχει τη δική της ιστορία.
Τη γνωρίζουμε όλοι καλά, αποτελεί τη βάση για πολλές σάλτσες και σος, ενώ χρησιμοποιείται και μόνη της για έξτρα γλυκόξινη και πικάντικη γεύση σε τηγανιτές πατάτες, χάμπουργκερ, χοτ ντογκ, σνίτσελ, σάντουϊτς, γύρο, σουβλάκια και πλήθος άλλων φαγητών. Αποτελεί το αγαπημένο -ή ένα από τα αγαπημένα αρτύματα- των περισσότερων νοικοκυριών, είναι ένας δημοφιλής τρόπος κατανάλωσης ντομάτας και δεν υπάρχει παιδί εκεί έξω που να μην τη λαχταράει μαζί με τις πατάτες του. Πώς όμως έφτασε σήμερα στα πιάτα μας;
Ιστορική αναδρομή
Η λέξη «κέτσαπ» προέρχεται από την κινέζικη ke-tsiap που είναι μια σάλτσα ψαριού τουρσί. Για την ακρίβεια, τον 17ο αιώνα οι Κινέζοι ανέμειξαν ψάρι τουρσί και μπαχαρικά και το ονόμασαν kôe-chiap ή kê-chiap που σήμαινε η άλμη του ψαριού τουρσί. Στις αρχές του 18ου αιώνα, η σάλτσα αυτή έφτασε μέχρι τη Μαλαισία και τη Σιγκαπούρη, όπου την ανακάλυψαν Βρετανοί εξερευνητές, και η λέξη εξελίχθηκε σε kecap, τον γενικό όρο για σάλτσα στη μαλαισιανή γλώσσα. Αυτή είναι και η ονομασία που εξελίχθηκε στη σημερινή που όλοι γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε. Οι Βρετανοί πήραν την κέτσαπ μαζί τους στις αμερικάνικες αποικίες και ο όρος «κέτσαπ» χρησιμοποιήθηκε το 1690 στο Λεξικό του Canting Crew, το οποίο επιδοκιμάστηκε στη Βόρεια Αμερική. Διαβάστε περισσότερα.