Το ΑΕΠ της Γερμανίας συρρικνώθηκε κατά 0,1% από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας (Destatis).
Οι ειδικοί ανέμεναν μείωση αυτού του μεγέθους, καθώς μειώθηκαν οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και κατασκευές, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η εμπορική σύγκρουση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Τα δύο πρώτα τρίμηνα επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις της δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ για τη γερμανική οικονομία», λέει ο επικεφαλής οικονομολόγος της DekaBank, Ούλριχ Κάτερ. Στο δεύτερο τρίμηνο, «η εστίαση ήταν κυρίως στην αναμονή, για να δούμε πώς θα εξελιχθούν οι συνθήκες του εξωτερικού εμπορίου», εξηγεί ο Γερμανός οικονομολόγος.
Οι εξαγωγές αυτοκινήτων προς τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι κρίσιμες για τη γερμανική οικονομία, υπόκεινται σε δασμούς 27,5% από τον Απρίλιο, αλλά τώρα αναμένεται να μειωθούν στο 15% από την 1η Αυγούστου. Τα αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ θα μπορούν, μακροπρόθεσμα, να εξάγονται στην Ευρώπη χωρίς δασμούς. Ωστόσο, περίπου τα δύο τρίτα αυτών των εξαγωγών ωφελούν τους Γερμανούς κατασκευαστές που διαθέτουν εργοστάσια στις ΗΠΑ και εξάγουν τα αυτοκίνητα που κατασκευάζουν εκεί.
Απώλειες δισεκατομμυρίων ευρώ
Όπως και άλλοι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ, οι Γερμανοί πρέπει παρόλα αυτά, πρέπει να αναμένουν απώλειες δισεκατομμυρίων ευρώ. «Η γερμανική οικονομία θα υποστεί σημαντική ζημιά από αυτούς τους δασμούς», παραδέχτηκε πρόσφατα ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία, οι δασμοί στα αυτοκίνητα από μόνοι τους θα μπορούσαν να μειώσουν το ΑΕΠ της Γερμανίας κατά 0,15%.
Από την πλευρά του, το φιλικό προς τους εργοδότες Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο (IW), αναμένει αρνητικές συνέπειες για τις εταιρείες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ, κυρίως στους κλάδους της φαρμακευτικής, της αυτοκινητοβιομηχανίας και της μηχανολογίας. «Μια συμφωνία μπορεί να μειώσει ελαφρώς την αβεβαιότητα για τις εταιρείες, αλλά οι αμερικανικοί δασμοί ύψους 15% θα βλάψουν τη γερμανική οικονομία», λέει η Λιζάντρα Φλαχ, διευθύντρια του Κέντρου Διεθνών Οικονομικών του ifo στο Μόναχο. Αναμένει αρνητικό αντίκτυπο 0,2% στο ΑΕΠ.
Η ζήτηση παραμένει χαμηλή
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ωστόσο, είναι πιο αισιόδοξο για την οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας μετά τη συμφωνία για τους δασμούς, από ό,τι πριν. Επειδή οι δασμολογικοί συντελεστές ήταν χαμηλότεροι από τους αναμενόμενους, η χώρα θα μπορούσε να επιτύχει μια μίνι ανάπτυξη 0,1% φέτος. Προηγουμένως, το ΔΝΤ είχε προβλέψει στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας.
Αν και το οικονομικό κλίμα έχει βελτιωθεί με την προοπτική επενδύσεων δισεκατομμυρίων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η Bundesbank ανέφερε ότι η ώθηση στην οικονομία θα καθυστερήσει επειδή η εγχώρια ζήτηση δεν αυξάνεται . «Οι συγκεκριμένες παραγγελίες, για παράδειγμα, από τον κατασκευαστικό κλάδο, αργούν να φτάσουν. Ταυτόχρονα, οι καταναλωτές φροντίζουν να μην ξοδεύουν πολλά».
Η ευρωζώνη συνεχίζει να αναπτύσσεται
Την ίδια ώρα πάντως, άλλες μεγάλες χώρες της ευρωζώνης σημείωσαν πολύ καλύτερες επιδόσεις το δεύτερο τρίμηνο: Η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία, πέτυχε αύξηση 0,3%. Η Ισπανία μάλιστα πέτυχε ανάπτυξη 0,7%. Από τις τέσσερις μεγάλες χώρες, μόνο η Ιταλία συρρικνώθηκε, με το ΑΕΠ της να μειώνεται κατά 0,1%.
Στην Ευρωζώνη στο σύνολό της, η οικονομία παρέμεινε, προς μεγάλη έκπληξη, σε τροχιά ανάπτυξης, την άνοιξη. Η οικονομική παραγωγή στις 20 χώρες της νομισματικής ζώνης αυξήθηκε κατά 0,1% το δεύτερο τρίμηνο σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat.
Στις αρχές του έτους, ωστόσο, η οικονομία της Ευρωζώνης είχε αναπτυχθεί σημαντικά ταχύτερα, κατά 0,6%. Σύμφωνα με τον Τόμας Γκίτζελ, επικεφαλής οικονομολόγο της VP Bank, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από ειδικά φαινόμενα. Πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες είχαν προωθήσει τις δραστηριότητές τους πριν από την εισαγωγή των δασμών Τραμπ.
Ο Γκίτζελ εκτίμησε τη μέση οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, στο 0,35% ανά τρίμηνο. Αυτό αντιστοιχεί περίπου στους ρυθμούς ανάπτυξης του προηγούμενου έτους. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης.