Η αύξηση των καταθέσεων στη χώρα μας τον Ιούνιο κατά 5 δισ. ευρώ έχει διπλή ανάγνωση. Το μέγεθος είναι εντυπωσιακό, αλλά τα 4,4 δισ. από αυτά είναι καταθέσεις επιχειρήσεων. Οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν μόνο κατά 600 εκατ. ευρώ. Για να εξηγούμαστε, είναι άλλο πράγμα οι καταθέσεις και άλλο πράγμα η αποταμίευση…
Στις εαρινές προβλέψεις της η Κομισιόν ανέφερε ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με αρνητική αποταμίευση,-2,5% για το 2025 και -1,8% για το 2026. Αυτό είναι αποτέλεσμα του ότι τα ελληνικά νοικοκυριά καταναλώνουν περισσότερα απ’ όσα εισπράττουν και αυξάνει το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο, ένεκα και των εισαγομένων. Παράλληλα, συνιστά αρνητικό παράγοντα στο να γίνουν επενδύσεις.
Οι αποταμιεύσεις των Ελλήνων τούς κατατάσσουν σήμερα στην τελευταία θέση της Ε.Ε., από την προτελευταία το 2023. Αυτό στερεί πόρους από τη χρηματοδότηση των επενδύσεων(στις οποίες ούτως ή άλλως οι τράπεζες είναι συγκρατημένες), με αποτέλεσμα η οικονομία να προσφεύγει στον βραχυπρόθεσμο εξωτερικό δανεισμό, επιβαρύνοντας την ήδη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδας.
Από την άλλη, καταθέσεις στην τράπεζα θα γίνουν τα χρήματα που θα εισπράξει κάποιος όταν πουλήσει το σπίτι ή όταν του εγκριθεί δάνειο για να αγοράσει κατοικία. Αντίθετα, ως αποταμιεύσεις θεωρούνται αυτά που περισσεύουν από έναν μισθό όταν πληρωθούν όλα τα έξοδα. Όταν οι δείκτες είναι αρνητικοί, όπως στην έκθεση της Κομισιόν, σημαίνει ότι δεν γίνονται αποταμιεύσεις, αλλά γίνεται το αντίθετο, δηλαδή αυτές καταναλώνονται και οι πολίτες τρώνε από τα έτοιμα. Τούτο συμβαίνει επειδή τα νοικοκυριά καλούνται να αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες – με γλίσχρα εισοδήματα. Το 2024, ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο52% του μέσου ευρωπαϊκού και ήταν μειωμένος σε σχέση με το 2019, που ήταν στο 52,2%. Ο ίδιος μισθός το 2009 αντιστοιχούσε στο 82,5% της Ε.Ε.
Την ίδια ώρα, οι επενδυτές, εκτός από τα εγγενή προβλήματα (γραφειοκρατία, δικαιοσύνη κ.λπ.) που έχουνε, αντιλαμβάνονται ότι η ζήτηση στην ελληνική οικονομία είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματική, εφόσον ενισχύεται από καταθέσεις νοικοκυριών που σταδιακά περιορίζονται. Το αποτέλεσμα είναι να μην επενδύουν δικά τους χρήματα σε παραγωγικούς τομείς, αλλά να προχωράνε με τις κρατικές επιδοτήσεις και τη σίγουρη κερδοφορία, όπως γίνεται με τα πράσινα έργα… Εξυπακούεται ότι σε μια οικονομία όπως η ελληνική, που είναι εντάσεως εργασίας, όταν οι επιχειρήσεις βρίσκουν φθηνό εργατικό δυναμικό, δεν κάνουν επενδύσεις, με αποτέλεσμα να μην αυξάνεται η παραγωγικότητά τους.
Το συμπέρασμα είναι ότι αποταμιεύσεις (στον βαθμό που θέλαμε) δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η χρηματοδότηση των επενδύσεων, η οποία είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να αυξηθούν τα εισοδήματα με βιώσιμο τρόπο. Η αύξηση των επιχειρηματικών κερδών στο 50,9% του ΑΕΠ (όταν στην Ε.Ε. είναι42,1%) για να απεικονισθεί σε επενδύσεις χρειάζεται κίνητρα και, κυρίως, άρση των πολλών αντικινήτρων που υπάρχουν ακόμα στην Ελλάδα.