Γεννιέται πάμφτωχος σε ένα αγρόκτημα στο Νιου Χάμσαϊρ σαν σήμερα, 28 Ιουλίου 1907. Αλλά τίποτα δεν φαίνεται να τον πτοεί. Από μικρός πουλάει λαχανικά από πόρτα σε πόρτα και γεμίζει τετράδια με τρελές εφευρέσεις.
Ονειρεύεται από σπαθιά-χτένες και τσιγάρα με ονόματα όπως “The Collegiate”, μέχρι σχέδια για αφαίρεση σκωληκοειδίτιδας με… ανορθόδοξες μεθόδους. Θέλει να γίνει πλούσιος. Και κυρίως διάσημος – όσο και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Αυτό λέει στους φίλους του ο Ερλ Τάπερ. Έχει την ευφυΐα, την τρέλα – και την εμμονή με τον έλεγχο.
Η γέννηση του τάπερ
Η πρώτη του επιχείρηση χρεοκοπεί. Η Μεγάλη Ύφεση καταπίνει το φυτώριό του. Αλλά όταν πιάνει δουλειά στη DuPont και ανακαλύπτει τις δυνατότητες του πολυαιθυλενίου, κάτι μέσα του «κλικάρει».
Αρχίζει να φτιάχνει μπολ, καπάκια και μάσκες αερίων. Με τα χέρια του, λιώνει τα απομεινάρια του πετρελαίου και δημιουργεί ένα πλαστικό που δεν σπάει, δεν μυρίζει, δεν αφήνει γράσα. Το αποκορύφωμα: ένα μπολ με καπάκι που «κλειδώνει» τον αέρα.
Η σφραγίδα του γίνεται ήχος. Το τάπερ γεννιέται.
Η Γουάιζ, τα πάρτι και η φυγή
Η επιτυχία όμως δεν έρχεται με τα περιοδικά και τα ράφια. Έρχεται με την Μπράουνι Γουάιζ, μια δυναμική διαζευγμένη γυναίκα από τη Τζόρτζια που στήνει τα περίφημα “Tupperware parties”.
Το πλαστικό γίνεται σύμβολο χειραφέτησης, η κουζίνα μετατρέπεται σε πεδίο δικτύωσης, και οι πωλήσεις εκτοξεύονται. Η Γουάιζ χρίζεται αντιπρόεδρος πωλήσεων, γίνεται εξώφυλλο στο Business Week, δημιουργεί κοινότητες και κουλτούρα. Και τότε, ο Τάπερ δεν αντέχει. Απολύει τη Γουάιζ το 1958, δίχως εξήγηση. Της δίνει αποζημίωση 30.000 δολαρίων – όσο ήταν ο ετήσιος μισθός της. Πουλά την εταιρεία στη Rexall για 16 εκατομμύρια δολάρια, χωρίζει τη γυναίκα του και φεύγει για την Κόστα Ρίκα.
Παραιτείται από την υπηκοότητα των ΗΠΑ για να μην πληρώσει φόρους και αγοράζει ένα νησί, όπου ζει μόνος, κρατώντας τετράδια με νέες εφευρέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του.
Από την Αμερική στη σακούλα της μαμάς
Κι όμως, ίσως η μεγαλύτερη παρακαταθήκη του Έρλ Τάπερ να μην είναι τα βραβεία, ούτε τα 16 εκατομμύρια δολάρια, αλλά εκείνο το ανθεκτικό πλαστικό μπολ που έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής οικογένειας. Γιατί στην Ελλάδα, το τάπερ απέκτησε δική του ζωή. Δεν είναι απλώς δοχείο. Είναι συναισθηματική αποστολή. Είναι το φαγητό της μαμάς που ταξιδεύει με ΚΤΕΛ, καράβι ή Ryanair για να φτάσει στον φοιτητή στην άλλη άκρη της χώρας ή και στο εξωτερικό, ακόμη και σε παιδιά, που έχουν γίνει τα ίδια γονείς.
Είναι το «πάρε και μερικά γεμιστά στο ταπεράκι» κάθε Κυριακή. Το ελληνικό τάπερ είναι υπόσχεση φροντίδας και δέσμευση αγάπης. Ο Τάπερ δεν το φανταζόταν, αλλά κάθε τάπερ που ανοίγει σήμερα στην ελληνική κουζίνα, ανοίγει ένα κεφάλαιο μνήμης.
Το comeback του 2025
Όταν η Tupperware κήρυξε πτώχευση το 2024, όλοι πίστεψαν ότι ήρθε το τέλος. Οι τίτλοι ήταν σαρωτικοί: “Tupperware is dead”. Αλλά τον Ιούνιο του 2025, το brand έκανε θεαματικό comeback. Όπως έγραψε ο Mark Bennett, δεν ήταν νεκρανάσταση, ήταν επανεκκίνηση με startup λογική. Με νέους ιδιοκτήτες, νέα στρατηγική και τη στήριξη Ευρωπαίων επενδυτών όπως ο Cédric Meston, το τάπερ είναι πάλι εδώ.
Ίσως να μην έχει πια πάρτι με καπέλα από μπολ, αλλά έχει πολιτισμική κληρονομιά. Και αυτό, σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι brands ζουν για ένα viral TikTok, είναι πολύ περισσότερο από πλαστικό με καπάκι.
Η κληρονομιά
Ο Έρλ Τάπερ πέθανε μακριά από την Αμερική, μακριά από τη δόξα του, μακριά από την ίδια του την εταιρεία. Αλλά η ιδέα του ζει. Όχι μόνο σε επιχειρηματικά case studies. Ζει σε κάθε κουζίνα, σε κάθε τάπερ γεμισμένο με φροντίδα. Από τη Νέα Υόρκη ως την Καισαριανή και από το Ορλάντο ως τη Λάρισα, το τάπερ δεν είναι πια εφεύρεση. Είναι σύμβολο. Και κανένα καπάκι δεν θα το σφραγίσει για πάντα.