Skip to main content

Χωρίς απόρρητο οι καταγγελίες για φοροδιαφυγή

Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αποφάσισε να δοθούν τα στοιχεία του καταγγέλλοντος στον καταγγελλόμενο

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Υποχρεωμένη να γνωστοποιεί τα πλήρη στοιχεία των καταγγελιών για φοροδιαφυγή που της έχουν υποβληθεί είναι η Φορολογική Διοίκηση, ώστε οι ελεγχόμενοι φορολογούμενοι να μπορούν να ασκήσουν απρόσκοπτα το δικαίωμα ακρόασης και αντίκρουσης των ισχυρισμών των καταγγελλόντων και των φοροελεγκτών.

Την υποχρέωση αυτή της Φορολογικής Διοίκησης αποσαφήνισε πρόσφατα εκδοθείσα απόφαση σταθμός του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία η άρνηση χορήγησης αντιγράφου καταγγελίας και συνυποβληθέντων στοιχείων, βάσει των οποίων έγινε φορολογικός έλεγχος, συνιστά παράλειψη της φορολογικής αρχής που εμποδίζει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του ελεγχόμενου φορολογούμενου. Μάλιστα, το Δικαστήριο απεφάνθη συμπληρωματικά ότι «η προστασία του καταγγέλλοντος από τις δυσμενείς σε βάρος του συνέπειες που το ενδεχόμενο άσκησης μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμηση θα του προκαλέσει, δεν εμπίπτει στην προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής που δικαιολογούν τη μη χορήγηση αντιγράφου της καταγγελίας και των συνυποβληθέντων με αυτήν στοιχείων».

Τι σηματοδοτεί η απόφαση

Η πολύ σημαντική αυτή απόφαση, η οποία δίνει το δικαίωμα στους καταγγελλόμενους για φοροδιαφυγή φορολογούμενους να έχουν πλήρη πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων των σε βάρος τους καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένων και των ονομάτων ή των επωνυμιών των καταγελλόντων φυσικών ή νομικών προσώπων, εκδόθηκε μετά από προσφυγή φορολογούμενου προς τον οποίο απεστάλη σημείωμα διαπιστώσεων φορολογικού ελέγχου από την αρμόδια φορολογική αρχή, το οποίο δεν έδινε περιθώρια στον ελεγχόμενο να αντικρούσει τα καταγγελλόμενα και τις διαπιστώσεις του ελέγχου, αφού δεν περιελάμβανε τα πλήρη στοιχεία της καταγγελίας που έγινε αιτία να ξεκινήσει ο φορολογικός έλεγχος.

Ειδικότερα, με την υπ’ αριθμόν Α 5639/2025 απόφαση του 16ου Τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε στις 24 Ιουνίου 2025 έγινε δεκτό ότι:

1) Η φορολογική αρχή μη νομίμως αρνήθηκε τη χορήγηση στην προσφεύγουσα αντιγράφου τόσο της καταγγελίας όσο και των συνυποβληθέντων μ’ αυτήν στοιχείων, εφόσον ο έλεγχος βασίσθηκε στις περιλαμβανόμενες στην καταγγελία πληροφορίες, περί μη λήψης και έκδοσης φορολογικών στοιχεί ων για τις παρασχεθείσες στην προσφεύγουσα υπηρεσίες και τ’ αγορασθέντα από αυτήν προϊόντα.

2) Το σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου δεν μπορεί ν’ αναπληρώσει την ανωτέρω παράλειψη προεχόντως διότι σ’ αυτό δεν παρατίθεται το κείμενο της καταγγελίας, ούτε τα στοιχεία του καταγγέλλοντος, ούτε δε περιλαμβάνονται εκείνα των κρίσιμων εν προκειμένω προμηθειών, στα οποία βασίσθηκε το πόρισμα του ελέγχου, προκειμένου η προσφεύγουσα να μπορέσει ν’ ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμά της περί προηγούμενης ακρόασης, παρά μόνο στο σημείωμα δια πιστώσεων του ελέγχου γίνεται ενδεικτική και αποσπασματική αναφορά στοιχείων αυτών των προμηθειών.

3) Η ύπαρξη ιδιωτικών συμφερόντων, όπως είναι η προστασία του καταγγέλλοντος από τις δυσμενείς σε βάρος του συνέπειες που το ενδεχόμενο άσκησης μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμηση θα του προκαλέσει, δεν εμπίπτει στην προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής που δικαιολογούν τη μη χορήγηση αντιγράφου της καταγγελίας και των συνυποβληθέντων μ’ αυτήν στοιχείων. Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή του φορολογούμενου και προφανώς τώρα η αρμόδια φορολογική αρχή υποχρεούται να γνωστοποιήσει στην ελεγχόμενη επιχείρηση των σύνολο των στοιχείων της καταγγελίας, ακόμη δε και το ονοματεπώνυμο ή την επωνυμία του καταγγέλλοντος φυσικού ή νομικού προσώπου.

Αξίζει να σημειωθεί πως, όπως ήδη έχει αποκαλύψει η «Ν», οι καταγγελίες για φοροδιαφυγή ή λαθρεμπόριο που υποβάλλονται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) διατηρούνται στα ηλεκτρονικά αρχεία της ΑΑ ΔΕ για χρονικά διαστήματα από 6 έως και 12 χρόνια, ώστε είτε να διερευνηθούν εντός των προβλεπόμενων χρονικών περιθωρίων παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου είτε να αξιοποιηθούν σε μελλοντικούς φορολογικούς και τελωνειακούς ελέγχους κατόπιν συσχετισμών του περιεχομένου τους με άλλες νεότερες καταγγελίες και πληροφορίες. Πιο συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμόν Α.1167/30-10-2023 απόφαση που εξέδωσε ο διοικητής της ΑΑΔΕ Γιώργος Πιτσιλής και με την οποία καθορίστηκε η διαδικασία υποβολής, αξιολόγησης και αξιοποίησης καταγγελιών και πληροφοριών που αφορούν παραβάσεις της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, μέσω της εφαρμογής «Καταγγελίες Πολιτών»:

1. Οι καταγγελίες και οι πληροφορίες φορολογικού περιεχομένου, για τις οποίες δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία ενέργεια σε ελεγκτικό επίπεδο εντός έξι (6) ετών από την υποβολή τους, μεταφέρονται σε διακριτό ηλεκτρονικό αρχείο, το οποίο τηρείται για λόγους ιστορικότητας ή για τυχόν αξιοποίησή τους κατόπιν συσχετισμού του περιεχομένου τους με νέες καταγγελίες-πληροφορίες. Εφόσον εντός 10 ετών από την υποβολή της καταγγελίας-πληροφορίας αυτή δεν έχει αξιοποιηθεί καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, διαγράφεται οριστικά από το Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (ΟΠΣ) Διαχείρισης καταγγελιών- πληροφοριών.

2. Οι καταγγελίες και οι πληροφορίες τελωνειακού περιεχομένου, για τις οποίες δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία ενέργεια σε ελεγκτικό επίπεδο εντός επτά (7) ετών από την υποβολή τους, μεταφέρονται σε διακριτό ηλεκτρονικό αρχείο, το οποίο τηρείται για λόγους ιστορικότητας ή για τυχόν αξιοποίησή τους κατόπιν συσχετισμού του περιεχομένου τους με νέες καταγγελίες/πληροφορίες. Εφόσον εντός δώδεκα (12) ετών από την υποβολή της καταγγελίας-πληροφορίας αυτή δεν έχει αξιοποιηθεί καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, διαγράφεται οριστικά από το ΟΠΣ Διαχείρισης καταγγελιών/ πληροφοριών.