Ολοκληρώθηκε στο ‘Ααλμποργκ της Δανίας η άτυπη συνεδρίαση των 27 υπουργών Περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διοργανώθηκε με αφορμή την ανάληψη της προεδρίας της ΕΕ από τη Δανία και στην οποία συμμετείχε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, συνοδευόμενος από τον γενικό γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Πέτρο Βαρελίδη.
Σύμφωνα με την ενημέρωση του ΥΠΕΝ, το κύριο θέμα που απασχόλησε τη συνεδρίαση των υπουργών Περιβάλλοντος ήταν η αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου και ο στόχος του 2040. Στη βασική του παρέμβαση κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, ο κ. Παπασταύρου έκανε ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι ορισμένα κράτη-μέλη τάσσονται αναφανδόν υπέρ του στόχου της ΕΕ για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% ως το 2040, ενώ υπάρχουν και ορισμένα κράτη που είναι ιδιαίτερα αρνητικά σε αυτή τη στρατηγική επιλογή, θεωρώντας τους στόχους αυτούς μη ρεαλιστικούς και τροχοπέδη στην ανάπτυξη.
Όπως είπε ο υπουργός, η Ελλάδα υποστηρίζει επί της αρχής τον στόχο αυτό, με όρους όμως ρεαλισμού στην εφαρμογή του, με τρόπο που θα λάβει υπόψη τις πραγματικές συνέπειες για τα νοικοκυριά και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας, ενώ θα έχει και τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες (flexibilities), για να μπορέσει να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε αβεβαιότητα ή δυσανάλογη επιβάρυνση.
Παράλληλα, ο κ. Παπασταύρου έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις οδυνηρές συνέπειες που έχει βιώσει η χώρα μας από την κλιματική αλλαγή τα τελευταία χρόνια, όπως οι καταστροφικές πυρκαγιές σε Έβρο, Εύβοια και Ρόδο, οι πλημμύρες στη Θεσσαλία, αλλά και το κόστος που έχει πληρώσει η χώρα μας σε ανθρώπινες ζωές. «Για την Ελλάδα, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι αδιαπραγμάτευτη, γι’ αυτό και έχουμε κάνει άλματα προόδου την τελευταία 20ετία, εν μέσω μάλιστα μίας σφοδρής οικονομικής δεκαετούς κρίσης», τόνισε ο ίδιος, επισημαίνοντας ότι η χώρα μας από την σχεδόν πλήρη εξάρτησή της από τον λιγνίτη το 2005, έφτασε σήμερα σε απολιγνιτοποίηση κατά 90% και χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ποσοστό που προσεγγίζει το 60%.
«Ο λόγος που πέτυχε η ενεργειακή αυτή μετάβαση είναι γιατί στηρίξαμε και στηρίζουμε ενεργά τις περιοχές που πλήττονται, για να διατηρήσουμε την κοινωνική συνοχή. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και με το 2040: να θέσουμε φιλόδοξο στόχο, που να είναι όμως ρεαλιστικός, που να μπορεί να επιτευχθεί και δεν θα αφήσει χώρες ή τμήματα της κοινωνίας να μείνουν πίσω, ενώ παράλληλα δεν θα επιβαρύνει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας. Θα πρέπει, δηλαδή, να υλοποιηθεί με όρους πραγματισμού και πρόνοιας για κοινωνική συνοχή», κατέληξε.