Skip to main content

Στεγαστική κρίση και δημογραφικό

Οι δυσκολίες που συναντά η πλειονότητα των νέων στα μεγάλα κυρίως αστικά κέντρα επηρεάζουν την ηλικία τεκνοποίησης, αλλά και τον αριθμό των παιδιών που θα αποκτήσουν

Του Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας, διευθυντή του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ)

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ χρόνια η αύξηση των τιμών αγοράς κατοικίας και των ενοικίων στα μεγάλα κυρίως αστικά κέντρα έχουν δημιουργήσει ένα εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον, που επηρεάζει κυρίως τη γενεά Υ (τους 30-44 ετών), καθώς και ένα τμήμα των γεννηθέντων ανάμεσα στο 1995 και το 2009 (τη γενεά Ζ).

Επηρεάζει ήδη και θα επηρεάσει ειδικότερα όσους-ες (την πλειονότητα) δεν διαθέτουν παραχωρημένη ή μεταβιβασμένη από τους ανιόντες κατοικία ή αδυνατούν να αποκτήσουν ιδιόκτητη προσφεύγοντας στο τραπεζιτικό σύστημα.

Ένα μικρό τμήμα των γενεών αυτών επωφελήθηκε ήδη -ή θα επωφεληθεί από τα προγράμματα «Σπίτι μου 1 και 2», που οδηγούν όμως στην αύξηση των τιμών αγοράς, συμπαρασύροντας ανοδικά και τα ενοίκια.

Οι υπόλοιποι λύνουν-θα λύσουν το πρόβλημά τους είτε i) συμβιώνοντας με τους γονείς τους, με αποτέλεσμα να έχουμε ήδη στη χώρα μας από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. συμβίωσης των νέων στη γονική κατοικία και από τις υψηλότερες ηλικίες αποχώρησής τους από αυτήν, είτε ii) προσφεύγοντας σε ενοικιαζόμενη κατοικία, που θα απορροφήσει εξαιρετικά υψηλό τμήμα του εισοδήματός τους, ακόμη και αν πληρούν τις προϋποθέσεις επιδότησης του ενοικίου.

Οι «επιλογές» αυτές, λαμβάνοντας υπόψη και πλήθος άλλων αρνητικών παραμέτρων, θα έχουν αναπόφευκτα επιπτώσεις και στο Δημογραφικό.

Οι δυσκολίες που συναντά -θα συναντήσει, αν δεν βρεθεί μια λύση- η πλειονότητα των συγκεντρωμένων στα μεγάλα κυρίως αστικά κέντρα νεότερων αυτών γενεών -γενεών που χαρακτηρίζονται όχι μόνον από διαφοροποιημένα σε σχέση με τους γονείς τους πρότυπα κατοικίας, αλλά και από ανεργία, υποαπασχόληση, εργασιακή επισφάλεια, χαμηλά εισοδήματα, άκρως περιορισμένη δυνατότητα αποταμίευσης και διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας- επηρεάζουν και θα επηρεάσουν, εκτός των άλλων, όχι μόνον τη δημιουργία οικογένειας και την ηλικία τεκνοποίησης, αλλά και τον αριθμό των παιδιών που θα αποκτήσουν οι νέοι μας.

Η ΖΗΤΗΣΗ από τις νεότερες αυτές γενεές για ενοικιαζόμενη κυρίως κατοικία που είναι ήδη ισχυρή, δεν αναμένεται να ανακοπεί, ενώ η αύξηση της προσφοράς εξαιτίας των αλλαγών στο καθεστώς της «χρυσής βίζας» και των βραχυχρόνιων μισθώσεων δεν φαίνεται ικανή να αλλάξει ριζικά την υφιστάμενη ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης και να οδηγήσει σε σημαντική μείωση των ενοικίων (αλλά και των τιμών αγοράς).

Έτσι, η αυτόνομη στέγαση με προσιτή τιμή για την πλειονότητα των νέων μας αναδεικνύεται πλέον σε «μέγα πρόβλημα» δομικού χαρακτήρα.

Για την άμβλυνσή του απαιτείται μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, και, προφανώς, και νέα εργαλεία παρέμβασης στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής.

Απαιτείται κυρίως η δημιουργία και διάθεση ενός σημαντικού αποθέματος ενοικιαζόμενων, με χαμηλό ενοίκιο, ενεργειακά αποδοτικών κοινωνικών κατοικιών, που θα αντιστοιχούν στα στεγαστικά πρότυπα και τις μεταβαλλόμενες στεγαστικές ανάγκες των νεότερων γενεών.

Ένας φορέας Κοινωνικής Στεγαστικής Πολιτικής θα μπορούσε, λαμβάνοντας υπόψη και τη διεθνή εμπειρία, να δημιουργήσει προοδευτικά το απόθεμα αυτό, αναλαμβάνοντας αφενός μεν την πρωτοβουλία για την αξιοποίηση των διαθέσιμων «ανενεργών» ακίνητων και -κυρίως- οικοπέδων που ανήκουν στον δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και σε κοινωνικούς φορείς (αλλά και στην Εκκλησία), αφετέρου δε, συντονίζοντας δράσεις όπως η ενίσχυση της παραγωγής κοινωνικής προς ενοικίαση κατοικίας από μη κερδοσκοπικούς ή περιορισμένου κέρδους φορείς, υποκείμενους σε έλεγχο ή υποχρέωση λογοδοσίας.

Η ΛΥΣΗ αυτή, σε συνδυασμό και με άλλα μέτρα που θα στοχεύουν στη μείωση του -άμεσου και έμμεσου- εξαιρετικά υψηλού πλέον οικονομικού κόστους που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός παιδιού στη χώρα μας, στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, στην άμβλυνση των έμφυλων διακρίσεων στον δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο, στη μείωση της ανεργίας και στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων των νέων, καθώς και στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας και στη μερική -έστω- προστασία από κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον, αποτελούν την ικανή συνθήκη για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την οικογένεια και το παιδί.

Η δημιουργία του θα επιτρέψει προοδευτικά την ανόρθωση της ιδιαίτερα χαμηλής γονιμότητας των γενεών Υ και Ζ, δίδοντάς τους τη δυνατότητα να αποκτήσουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν.