Τα παιδιά του Δρ Μαρουάν αλ-Σουλτάν, διευθυντή του Ινδονησιακού Νοσοκομείου της Γάζας και ενός από τους πλέον υψηλόβαθμους γιατρούς στην περιοχή, δήλωσαν ότι πιστεύουν πως ο πατέρας τους αποτέλεσε στόχο εσκεμμένης ισραηλινής αεροπορικής επίθεσης.
Ο Σουλτάν σκοτώθηκε όταν ισραηλινός πύραυλος έπληξε την πολυκατοικία στη πόλη της Γάζας όπου διέμενε με την ευρύτερη οικογένειά του, αφού είχαν εκτοπιστεί από τη βόρεια Γάζα. Η σύζυγός του, η κόρη του, η αδελφή του και ο γαμπρός του σκοτώθηκαν επίσης στην επίθεση.
Τι δηλώνουν τα παιδιά του
Η επιζήσασα κόρη του, Λόμπνα, δήλωσε ότι ο πύραυλος χτύπησε συγκεκριμένα το δωμάτιο όπου βρισκόταν ο πατέρας της. «Όλα τα δωμάτια ήταν εντάξει, εκτός από το δικό του – ο πύραυλος το έπληξε με ακρίβεια», είπε.
Ο γιος του, Άχμεντ, είπε ότι «δεν υπάρχει άλλη εξήγηση» πέρα από το ότι ο πατέρας του στοχεύθηκε σκόπιμα από τον ισραηλινό στρατό. Πρόσθεσε επίσης ότι τα διαμερίσματα όπου διέμενε η οικογένειά τους ήταν τα μόνα σημεία της πολυκατοικίας που επλήγησαν από την αεροπορική επιδρομή.

Φωτογραφίες και βίντεο που τραβήχτηκαν από τοπικούς δημοσιογράφους και παραδόθηκαν στη Guardian έδειχναν ότι η πολυκατοικία είχε χτυπηθεί στην πρόσοψη του τέταρτου και πέμπτου ορόφου, ενώ το υπόλοιπο κτίριο παρέμεινε άθικτο.
«Πλήρωσε την αφοσίωση με τη ζωή του»
«Μέχρι το τελευταίο λεπτό της ζωής του, δεν άφησε τη δουλειά του. Πλήρωσε αυτή την αφοσίωση με τη ζωή του», δήλωσε ο Άχμεντ. «Ήμουν εκεί μόλις 10 λεπτά πριν από την αεροπορική επιδρομή και η σκηνή που αντίκρισα όταν επέστρεψα στο διαμέρισμα μετά την επίθεση ήταν απερίγραπτη. Δεν ήξερα ποιος είχε επιζήσει και ποιος είχε πεθάνει. Κάποιοι ήταν πλέον μόνο διαμελισμένα μέλη. Οι περισσότεροι από τους νεκρούς ήταν γυναίκες και παιδιά».
Ο Άχμεντ δήλωσε ότι ο θάνατος του πατέρα του δεν ήταν απλώς μια οικογενειακή απώλεια, αλλά απώλεια για ολόκληρη τη Γάζα. Ο Σουλτάν ήταν έμπειρος καρδιολόγος και εξέχουσα μορφή στην ιατρική κοινότητα της περιοχής. Ήταν επίσης ένας από τους μόλις δύο εναπομείναντες καρδιολόγους στη Λωρίδα της Γάζας, σύμφωνα με την παλαιστινιακή ιατρική οργάνωση Healthcare Worker Watch (HWW).

«Ο πατέρας μου ήταν αγαπητός από όλους», είπε ο Άχμεντ. «Είχε αποκλειστεί στο Ινδονησιακό νοσοκομείο και επίσης στο νοσοκομείο Καμάλ Αντουάν, αλλά δεν έφυγε ποτέ. Τους πρώτους μήνες [του πολέμου] τον βλέπαμε μόνο λίγες ώρες την ημέρα, γιατί ήταν συνεχώς στο νοσοκομείο».
Νεκροί ή φυλακισμένοι όλοι οι διευθυντές νοσοκομείων στη βόρεια Γάζα
Ο θάνατός του σημαίνει ότι όλοι οι διευθυντές των νοσοκομείων στη βόρεια Γάζα είτε έχουν σκοτωθεί είτε έχουν συλληφθεί από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις.
Ο διευθυντής του νοσοκομείου Καμάλ Αντουάν, Δρ Άχμεντ αλ-Καλούτ, ο αναπληρωτής διευθυντής του, Δρ Χουσάμ Αμπού Σαφίγια, καθώς και ο Δρ Άχμεντ Μουχάνα, διευθυντής του νοσοκομείου αλ-Άουντα στη βόρεια Γάζα, κρατούνται όλοι σε ισραηλινή φυλακή.
Η ανακοίνωση του ισραηλινού στρατού
«Την Τετάρτη, ο IDF χτύπησε έναν βασικό τρομοκράτη της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαμάς στην περιοχή της Πόλης της Γάζας. Ο ισχυρισμός ότι επλήγησαν άμαχοι πολίτες κατά τη διάρκεια της επίθεσης εξετάζεται».
«Ο IDF (Ισραηλινός Στρατός) λυπάται για οποιαδήποτε βλάβη σε μη εμπλεκόμενα άτομα και ενεργεί για να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη ζημιά σε αυτούς. Η τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο, χρησιμοποιώντας πολιτικές υποδομές για τρομοκρατική δραστηριότητα και τον άμαχο πληθυσμό ως ανθρώπινες ασπίδες. Το περιστατικό βρίσκεται υπό εξέταση».

Αυξάνεται ο αριθμός των νεκρών υγειονομικών
Σύμφωνα με δεδομένα της οργάνωσης Healthcare Worker Watch (HWW), ο Δρ Σουλτάν ήταν ο 70ός εργαζόμενος στον τομέα της υγείας που σκοτώθηκε από τον ισραηλινό στρατό τις τελευταίες 50 ημέρες. Ο ΟΗΕ αναφέρει ότι συνολικά περισσότεροι από 1.400 εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας έχουν σκοτωθεί στη Γάζα από την αρχή του πολέμου τον Οκτώβριο του 2023.
Σύμφωνα με τις Συμβάσεις της Γενεύης — το σύνολο των διεθνών νόμων που διέπουν τη συμπεριφορά των εμπόλεμων μερών — οι επιθέσεις σε υγειονομικούς κατά τη διάρκεια συγκρούσεων μπορεί να συνιστούν εγκλήματα πολέμου. Οι συμβάσεις αναφέρουν ότι οι γιατροί και άλλοι επαγγελματίες υγείας πρέπει να προστατεύονται, να μην αποτελούν στόχους ή αντικείμενα επιθέσεων κατά τη διάρκεια συγκρούσεων, και να τους επιτρέπεται να συνεχίσουν να παρέχουν ιατρική φροντίδα σε όσους τη χρειάζονται.