Δεν χρειάζεται και πολύ για να εκτροχιαστεί μια παγκόσμια οικονομία που ήδη κινείται επικίνδυνα κοντά στο «σημείο ακινησίας». Το ρευστό περιβάλλον στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με μια νέα εμπορική σύγκρουση, συνθέτουν μια εκρηκτική συνθήκη για έναν κόσμο που βρίσκεται σε φάση επιβράδυνσης.
Όπως επισημαίνει στο MarketWatch ο Στίβεν Ρόουτς, μέλος της διδακτικής ομάδας του Πανεπιστημίου Yale και πρώην πρόεδρος της Morgan Stanley Asia, «ένα σοκ είναι αρκετό για να ωθήσει την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση – πόσο μάλλον δύο ταυτόχρονα».
Η εκτίμησή του βασίζεται σε ένα απλό αλλά αποδεδειγμένα ισχυρό αξίωμα: όταν ο ρυθμός της παγκόσμιας ανάπτυξης υποχωρεί κάτω από το 3% και κινείται μεταξύ 2%-2,5%, η οικονομία εισέρχεται σε μια «ζώνη ευαλωτότητας», όπου οποιαδήποτε σοβαρή αναταραχή μπορεί να προκαλέσει ύφεση. Το φαινόμενο αυτό καταγράφηκε και στις τέσσερις τελευταίες παγκόσμιες υφέσεις των τελευταίων 50 ετών.
Το σενάριο διπλού χτυπήματος
Η τρέχουσα κατάσταση περιλαμβάνει ακριβώς αυτό το σενάριο: από τη μία, οι δασμοί του προέδρου Τραμπ, οι οποίοι –όπως προβλέπει ο Ρόουτς– θα διαμορφωθούν τελικά γύρω στο 10% για το σύνολο του παγκόσμιου εμπορίου, με σημαντικά υψηλότερους συντελεστές για την Κίνα και ειδικά προστατευτικά μέτρα για τις «παραδοσιακές» βιομηχανίες των ΗΠΑ (αυτοκινητοβιομηχανία, χάλυβας, αλουμίνιο).
Από την άλλη, ένας πόλεμος που ξέσπασε ανάμεσα σε Ισραήλ και Ιράν και εμπλέκει ενεργά τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την εκεχειρία της 23ης Ιουνίου να παραμένει εύθραυστη.
Οι δασμοί δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους για την εξαγωγικά εξαρτημένη οικονομία της Κίνας και εντείνουν την αβεβαιότητα στις ΗΠΑ, πλήττοντας τις επενδύσεις και τις προσλήψεις. Με τις δύο αυτές οικονομίες να συνεισφέρουν πάνω από το 40% της παγκόσμιας ανάπτυξης από το 2010, οι συνέπειες είναι ευρύτερες.
Το ρίσκο του πετρελαίου
Οι μακροοικονομικές επιπτώσεις των πολέμων αποτυπώνονται παραδοσιακά στις τιμές του πετρελαίου. Μετά τις επιθέσεις του Ισραήλ στις 13 Ιουνίου, οι τιμές πετρελαίου εκτοξεύθηκαν από χαμηλά τριετίας, αν και παρέμειναν κάτω από τους μέσους όρους της μετα-covid περιόδου. Μετά την ανακοίνωση της εκεχειρίας από τον Τραμπ στις 23 Ιουνίου, κατεγράφη σημαντική πτώση.
Ωστόσο, προειδοποιεί ο Ρόουτς, εάν οι εχθροπραξίες επαναληφθούν –και στη Μέση Ανατολή αυτό παραμένει πάντα ανοιχτό ενδεχόμενο– τότε η πιθανότητα εκτίναξης τιμών στην ενέργεια και τις πρώτες ύλες θα επανέλθει δριμύτερη.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η πιθανότητα η Τεχεράνη να απαντήσει με διαταραχή της παραγωγής ή της διανομής πετρελαίου, ή ακόμα και με αποκλεισμό των θαλάσσιων διόδων. Η επίθεση των ΗΠΑ στις 21 Ιουνίου κατά πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν εντείνει αυτήν την αβεβαιότητα.
Η σύγκριση με το 1990, όταν η εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ προκάλεσε διπλασιασμό των τιμών του πετρελαίου και ύφεση την επόμενη χρονιά, δεν είναι τυχαία.
Το αθροιστικό βάρος
«Το κλειδί δεν είναι οι δασμοί ούτε ο πόλεμος ξεχωριστά», τονίζει ο Ρόουτς, «αλλά ο τρόπος που αλληλεπιδρούν γεωπολιτικά».
Οι δύο κρίσεις τροφοδοτούν η μία την άλλη και αυξάνουν τον κίνδυνο για μια παγκόσμια οικονομία που ήδη «σέρνεται» με εκτιμώμενη ανάπτυξη 2,8% το 2025 – ακριβώς στο κέντρο της «ζώνης ακινησίας». Όπως λέει χαρακτηριστικά: «Οι φετινοί δίδυμοι κραδασμοί κάνουν την παγκόσμια ύφεση να μοιάζει ολοένα και πιο πιθανή».