Αύξηση κερδοφορίας λόγω προμηθειών, υποχώρηση καταθέσεων, αλλά και μείωση επιτοκίων, βλέπει η Τράπεζα της Ελλάδας για τις ελληνικές τράπεζες στην τελευταία της έκθεση για τη νομισματική πολιτική για το διάστημα 2024-2025.
Από τη μία οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής ικανότητας και από την άλλη οι διαδοχικές μειώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ φαίνεται να επηρέασαν καθοριστικά το τραπεζικό σκηνικό της χώρας. Ωστόσο, οι κανονιστικοί φραγμοί, η παραοικονομία και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξακολουθούν να παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό και τις ιδιωτικές επενδύσεις, τονίζει η ΤτΕ.
Βελτίωση μεγεθών
Συνολικά για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η ΤτΕ παρατηρεί ότι σημειώθηκε βελτίωση στα βασικά μεγέθη των τραπεζών γεγονός που οφείλεται στις διαδοχικές αναβαθμίσεις της κρατικής πιστοληπτικής ικανότητας από τους μεγάλους χρηματοοικονομικούς οίκους.
Πιο αναλυτικά, το α΄ τρίμηνο του 2025 συνεχίστηκαν οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου των τραπεζών, με αποτέλεσμα τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών τους. Ως εκ τούτου, παρατηρήθηκε αύξηση στην κερδοφορία τους σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω της αύξησης των εσόδων από προμήθειες, παρά την κατάργηση των 6 βασικών προμηθειών από 20 Ιανουαρίου.
Στο ίδιο διάστημα, παρατηρήθηκε και ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών, με ταυτόχρονη βελτίωση της ποιότητας του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, ενώ σε υψηλά επίπεδα διατηρήθηκε και η ρευστότητά τους.
Πτωτικά τα επιτόκια
Τα επιτόκια καταθέσεων και δανεισμού εμφάνισαν πτωτική πορεία σε συνέπεια της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ με τις διαδοχικές πτώσεις αυτών, παρατηρεί η ΤτΕ.
Πιο αναλυτικά, τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας διατήρησαν πτωτική πορεία, ενώ τα επιτόκια στις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (λογαριασμοί τρεχούμενοι, όψεως και ταμιευτηρίου) παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα. Από την άλλη, η μείωση των επιτοκίων στις καταθέσεις προθεσμίας των νοικοκυριών υπήρξε πιο συγκρατημένη.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι οι καταθέσεις φαίνεται να υποχώρησαν. Ύστερα από την ετήσια αύξηση κατά 8,6 δισεκ. ευρώ το 2024, για τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2025 το απόθεμα των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατέγραψε σωρευτική μείωση κατά 4,9 δισεκ. ευρώ και διαμορφώθηκε τον Απρίλιο του 2025 στα 198,4 δισεκ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, υποχώρηση σημείωσε και το κόστος δανεισμού τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών για το τρέχον έτος αλλά όχι με τον ίδιο ρυθμό για τις δύο κατηγορίες. Το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις μειώθηκε περισσότερο, καθώς η πλειονότητα των νέων δανείων έφερε επιτόκιο κυμαινόμενο ή σταθερό έως ένα έτος. Αντίθετα, όσον αφορά τα νοικοκυριά, η ενσωμάτωση των μειώσεων στα επιτόκια, παρά τις μειώσεις από την ΕΚΤ, υπήρξε πιο περιορισμένη, αναφέρει η ΤτΕ, καθώς μεγαλύτερο μέρος των νέων δανείων είχε σταθερό επιτόκιο. Αυτό αναμενόταν σύμφωνα με τραπεζικές πηγές που μίλησαν στην «Ν», ενώ οι ίδιες πηγές εκτιμούν πως και στο μέλλον οι επόμενες μειώσεις των επιτοκίων δεν θα είναι άμεσα αντιληπτές σε μεγάλο βαθμό από το μέσο δανειολήπτη, λόγω του ότι η μεγαλύτερη μερίδα των καταναλωτικών/στεγαστικών δανείων είναι με σταθερό επιτόκιο.
Σημειώνεται, επίσης, ότι επιβραδύνθηκε ο ρυθμός ανόδου των καταναλωτικών δανείων το α΄ τετράμηνο του 2025, ενώ περιορίστηκε ο ρυθμός συρρίκνωσης των στεγαστικών δανείων.
Άνοδος στις χορηγήσεις
Σε ιστορικά υψηλό επίπεδο διαμορφώθηκε ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ), καθώς άγγιξε το 17,2%, ποσοστό που έχει παρατηρηθεί από τις αρχές του 2009, σημειώνει η ΤτΕ.
Αυτό οφείλεται κυρίως στα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας αναπτυξιακών φορέων, καθώς και στα συγχρηματοδοτούμενα δάνεια των επενδυτικών σχεδίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η ΤτΕ τονίζει ότι ένα αποτελεσματικό σύστημα χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης αυξάνει την κινητοποίηση αποταμιευτικών πόρων από εγχώριες και ξένες πηγές, συμβάλλει στην αποδοτικότερη κατανομή των δανειακών κεφαλαίων και οδηγεί στην αύξηση των επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και θα πρέπει να αποφευχθούν νέες καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπρόσθετα, είναι πολύ σημαντική η διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης, με αξιοποίηση του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων καθώς και με την πρόσβαση σε εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης μέσω αγορών κεφαλαίων.