Skip to main content

Ο πληθωρισμός καραδοκεί

(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI)

Οι τιμές χονδρικής προμηνύουν περαιτέρω αύξηση του τιμάριθμου

Πολλές φορές, τα πρόδρομα φαινόμενα είναι αντιφατικά και αποτυπώνονται στην οικονομία με μικρότερη ή μεγαλύτερη χρονική υστέρηση.

Από τη μια, η Eurostat καταγράφει αύξηση του εναρμονισμένου πληθωρισμού τον Μάιο στο 3,3% (έναντι 1,9% στην Ευρωζώνη) και, από την άλλη, το λιανεμπόριο, το πρώτο τρίμηνο του 2025, κατέγραψε τον χαμηλότερο τζίρο της τετραετίας.

Όπως προκύπτει από ανάλυση της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) για τον κύκλο εργασιών στα καταστήματα λιανικού εμπορίου το α’ τρίμηνο 2025, όλο και πιο έντονο φαίνεται να γίνεται το ενδιαφέρον των καταναλωτών για προϊόντα από υπαίθριους πάγκους και αγορές, καθώς και για μεταχειρισμένα είδη. Πρόκειται, όπως υπογραμμίζει η ΕΣΕΕ, για μια σαφή ένδειξη για τις ισχυρές πιέσεις που ασκούνται στο καταναλωτικό κοινό.

Η μικρή ονομαστική αύξηση του κύκλου εργασιών (1,2% με πληθωρισμό 2,6%) στο επισκοπούμενο διάστημα απορρέει από την άνοδο του γενικού επιπέδου των τιμών και υπεραντισταθμίζεται, σύμφωνα με τη Συνομοσπονδία, από τις υφιστάμενες ανατιμήσεις στην ελληνική οικονομία. Σε απλά ελληνικά, αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις στο συγκεκριμένο διάστημα μπήκαν μέσα και δεν έβγαλαν ούτε τα έξοδα λειτουργίας.

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι αυτό που αποτυπώνεται στις τιμές χονδρικής, οι οποίες προμηνύουν περαιτέρω αύξηση του τιμάριθμου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο Γενικός Δείκτης Τιμών Παραγωγού στη Βιομηχανία (συνολικά για τα προϊόντα εγχώριας κατανάλωσης και εξαγώγιμα), τον Απρίλιο 2025, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Απριλίου 2024, παρουσίασε αύξηση 0,5%, έναντι μείωσης 1% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2024 με το 2023.

Όλα αυτά πρέπει να μέτρησαν στον σχεδιασμό του αρμόδιου υπουργού Τάκη Θεοδωρικάκου, που πρόσφατα ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής που θα εποπτεύει τις ανατιμήσεις στην αγορά με μεγαλύτερη εμπλοκή των ίδιων των καταναλωτών. Η ακρίβεια στην Ελλάδα έχει να κάνει και με την αδυναμία της χώρας να παράγει μια σειρά από προϊόντα που χρησιμοποιούν οι ιθαγενείς. Εδώ είναι σημαντικός ο ρόλος της μεταποίησης και της βιομηχανίας, που τις αφήσαμε να ατροφήσουν προς όφελος του τομέα των υπηρεσιών. ΚΑΙ, ΓΙΑ να αναπτυχθούν, χρειάζονται επενδύσεις αλλά και εθνική αποταμίευση, που είναι το καύσιμο για τις πρώτες. Και εκεί είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη!

Από πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση των Ελλήνων, τους προσεχείς 12 μήνες, βρέθηκε τον Μάιο στις -65 μονάδες, από -67,2 τον Απρίλιο. Επίσης, το 83% των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 16% (από 15% τον Απρίλιο) τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή.

Σύμφωνα με μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου που έγινε παλαιότερα για λογαριασμό της Eurobank το 2022, σε ετήσια σύγκριση, η αποταμίευση στην Ελλάδα ήταν -4%, στην Ιταλία +4% στην Ισπανία +4%, στην Ολλανδία +12% και στην Ε.Ε. +7%. Το 2009, η αποταμίευση στην Ελλάδα ήταν στο +9%