Skip to main content

Quo vadis Κεντροαριστερά

(ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ/EUROKINISSI)

Το σκηνικό στην εγχώρια Κεντροαριστερά προφανώς δεν απέχει πολύ από το απόλυτο τέλμα και, σίγουρα, απέχει παρασάγγας από την ύπαρξη ρεαλιστικού εναλλακτικού πόλου διακυβέρνησης

Στο ΠΑΣΟΚ πανηγυρίζουν γιατί παίρνουν ξανά δημοσκοπικό κεφάλι κόντρα στη Ζωή Κωνσταντοπούλου, στον ΣΥΡΙΖΑ επιστρέφουν στις μέρες του Συνασπισμού και του 4%, και στη Νέα Αριστερά ψάχνουν εάν πρέπει να… ξαναδιασπαστεί η διάσπαση.

Το σκηνικό στην εγχώρια Κεντροαριστερά προφανώς δεν απέχει πολύ από το απόλυτο τέλμα και, σίγουρα, απέχει παρασάγγας από την ύπαρξη ρεαλιστικού εναλλακτικού πόλου διακυβέρνησης.

Στον μεν ΣΥΡΙΖΑ το status του κόμματος εξουσίας άντεξε μόνον 11 χρόνια. Γεννήθηκε πάνω στο κύμα των μνημονίων, γονάτισε στην αποδρομή τους και διαλύθηκε με την αποχώρηση Τσίπρα. Το πείραμα Κασσελάκη ήρθε κατόπιν να βάλει απλώς τη σφραγίδα της τελικής απαξίωσης.

Στο δε ΠΑΣΟΚ, το όραμα και η προσδοκία επιστροφής στα χρόνια της παντοκρατορίας κράτησε μόλις λίγους μήνες. Όσο ακριβώς χρειάστηκε για να φανεί ότι οι μηχανισμοί δεν υποκαθιστούν την καθαρή πολιτική πρόταση για να τρακάρει ο Νίκος Ανδρουλάκης πάνω στη διχασμένη βάση του κόμματός του και για να αποδειχθεί -για μια ακόμη φορά- ότι «υπεύθυνη αντιπολίτευση» δεν σημαίνει απλώς μια πιο αποτελεσματική εκδοχή της σημερινής κυβέρνησης.

Στα υπόλοιπα σχήματα της Αριστεράς, η ορμή της Πλεύσης αυξομειώνεται μαζί με την ένταση της κοινωνικής οργής για τα Τέμπη, οι προσωπικοί πολιτικοί εγωισμοί αποδεικνύονται σταθερά μεγαλύτεροι των προσωπικών πολιτικών μεγεθών, και η απουσία ηγεσίας συμπορεύεται με το έλλειμμα σχεδίου, στρατηγικής και οράματος.

Τούτων δοθέντων δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων θέλει νέο κόμμα στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Σε πρόσφατη έρευνα της Prorata το ποσοστό αυτής της πλειοψηφίας μετρήθηκε στο 49%, στη χθεσινή δημοσκόπηση της Interview έφθασε στο 59%. Έξι στους δέκα πολίτες απάντησαν «ναι» και «μάλλον ναι» στο ερώτημα εάν χρειάζεται ένα νέο κόμμα στην Κεντροαριστερά, ενώ τα ποσοστά απογοήτευσης από την παρουσία των υφιστάμενων κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι συντριπτικά.

Δεν είναι κρυφό ότι η συζήτηση αυτή, περί νέων πρωτοβουλιών, φορέα και κόμματος γίνεται -και δη σε προωθημένο επίπεδο- και μεταξύ πολιτικών στελεχών από όλες τις πλευρές του προοδευτικού χώρου. Παραμένει όμως θολή η βάση της διεξαγωγής της. Και, κυρίως, ο ορισμός του «νέου». Ήτοι, το εάν το «νέο» ορίζεται ως πολιτική τομή και αφετηρία επανασύνδεσης με την κοινωνία ή ως συγκόλληση και ανακύκλωση παρελθούσης δόξας και υλικών.

Στην πρώτη περίπτωση ο προοδευτικός χώρος μπορεί, όντως, να ελπίζει ακόμη. Στη δεύτερη, μπορούν να ελπίζουν μόνον η Νέα Δημοκρατία και ο εγχώριος τραμπισμός…