H μείωση του δημόσιου χρέους κατά τουλάχιστον 30 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2030 και τα επόμενα βήματα που θα οδηγήσουν σε νέες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο της επίσκεψης του υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκου Πιερρακάκη στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους.
Την ώρα που χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία θα βλέπουν το δημόσιο χρέος τους να αυξάνεται, η Ελλάδα σχεδιάζει τα επόμενα βήματα με στόχο την περαιτέρω μείωση του με στόχο να μειωθεί στο 140% του ΑΕΠ το 2027 και στο 120% το 2030.
Ένα πρώτο σημαντικό βήμα είναι η πρόωρη εξόφληση των 31,6 δισ. ευρώ που απομένουν από το δάνειο του πρώτου μνημονίου 10 χρόνια νωρίτερα από το 2041 που είναι το ισχύον χρονοδιάγραμμα.
Πρόωρη εξόφληση δόσεων
Ήδη φέτος η Ελλάδα θα προχωρήσει σε μία ακόμα πρόωρη εξόφληση δύο ακόμα δόσεων (μετά το 2031) από τα διμερή δάνεια, ύψους 5,3 δις. ευρώ, τα οποία θα καλυφθούν από το λεγόμενο «σκληρό» μαξιλάρι των ταμειακών διαθεσίμων. Η πρόωρη αποπληρωμή των διμερών δανείων συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό όφελος για την Ελλάδα καθώς η χώρα κερδίζει σε τόκους.
Με την επίτευξη του παραπάνω στόχου, σύντομα η Ελλάδα θα πάψει να είναι η χώρα με το υψηλότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη.
Σύμφωνα μάλιστα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), η Ελλάδα μαζί με την Κύπρο και την Πορτογαλία θα είναι οι ευρωπαϊκές χώρες που θα δουν το δημόσιο χρέος να μειώνεται πάνω από 15 ποσοστιαίες μονάδες την επόμενη πενταετία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΔΝΤ εκτιμά ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα υποχωρήσει στο 125,1% του ΑΕΠ το 2030. Αντίθετα το δημόσιο χρέος της Ιταλίας θα συνεχίσει να αυξάνεται, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση από το 2026 ενώ το 2030 η Γαλλία θα βρεθεί στην δεύτερη θέση με την Ελλάδα να ακολουθεί.
Με βάση και την έκθεση προόδου που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 30 Απριλίου, στο τέλος του 2024 το δημόσιο χρέος ανήλθε σε 364,88 δις. ευρώ ή 153,6% του ΑΕΠ από 369,11 δις. ευρώ ή 163,9% του ΑΕΠ το 2023. Φέτος εκτιμάται ότι το χρέος θα μειωθεί εκ νέου κατά περίπου 7,9 ποσοστιαίες μονάδες, υποχωρώντας στα 362 δις. ευρώ ή στο 145,7% του ΑΕΠ.
Η επαφή με τις αγορές
Με τους επενδυτικούς οίκους να αναγνωρίζουν ότι το επενδυτικό κλίμα έχει βελτιωθεί σημαντικά αλλά και τους οίκους αξιολόγησης να προχωρούν σε περαιτέρω αναβαθμίσεις του ελληνικού αξιόχρεου, η Αθήνα θα συνεχίσει να κρατά την επαφή με τις αγορές, παρά το γεγονός ότι ήδη έχει καλυφθεί πάνω από το 80% των δανειακών της αναγκών για φέτος, είτε μέσω έκδοσης νέων ομολόγων, είτε με επανεκδόσεις σε τακτικές ημερομηνίες.
Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί στις αγορές απέναντι στα ελληνικά ομόλογα είναι ότι κάθε φορά που η Ελλάδα βγαίνει στις αγορές, το ύψος των προσφορών φτάνει σε νέα υψηλά. Τελευταία φορά η διπλή έκδοση μέσω επανέκδοσης ομολόγων λήξης 2038 και 2054 τον Μάρτιο όπου οι προσφορές έφτασαν σε ύψος ρεκόρ, στα 56 δισ. ευρώ.
«Η διατήρηση του υψηλού επιπέδου ταμειακών αποθεμάτων, σχεδόν 40,2 δισ. ευρώ στα τέλη Μαρτίου 2025, συμβάλλει σημαντικά στην επίτευξη χαμηλού κόστους χρηματοδότησης και διασφαλίζει την εκπλήρωση των μεσοπρόθεσμων υποχρεώσεων χρέους» τονίζεται στην έκθεση προόδου που κατατέθηκε στην Κομισιόν.