Του Νίκου Αθανασίου
Μετά από 15 χρόνια, ο Όσκαρ Ταμπάρες αποτέλεσε παρελθόν από τον πάγκο της Εθνικής Ουρουγουάης, στον οποίο εκτός από τίτλους, κέρδισε και την μάχη της ζωής.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας το 2018, η εικόνα του, η μορφή του, το παρουσιαστικό του, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο και να μην γίνει talk of the town. Ένας ψιλόλιγνος κύριος που σηκωνόταν από τον πάγκο για να δώσει οδηγίες στηριγμένος στο μπαστούνι του ενώ σε αρκετές προπονήσεις για να μπορέσει να είναι αποδοτικός, χρησιμοποιούσε ηλεκτρονικό αμαξίδιο. Ο Όσκαρ Ταμπάρες, περί ου ο λόγος, συνέδεσε το όνομά του με την πρόοδο του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος της χώρας του αλλά στις 19 Νοεμβρίου, μετά από δεκαπέντε συναπτά έτη, αποτέλεσε παρελθόν. Μόνο που σε όλη αυτή την πορεία δεν κατάφερε να πάρει μόνο τίτλους αλλά και να νικήσει στην μάχη της ζωής.
Μέχρι τον πάγκο της Μίλαν
Ο Όσκαρ Ταμπάρες γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1947 στο Μοντεβιδέο. Η ποδοσφαιρική του καριέρα δεν ήταν κάτι σπουδαίο αλλά ως προπονητής κατάφερε την δεκαετία του 80′ να ξεχωρίσει, με κορυφαία στιγμή την κατάκτηση του Λιμπερταδόρες με την Πενιαρόλ, και έκατσε στον πάγκο της Εθνικής Ουρουγουάης για πρώτη φορά την διετία 1988-1990.
Η πρώτη του δουλειά ήταν δάσκαλος, για αρκετά χρόνια δίδασκε σε σχολεία και ταυτόχρονα σε ποδοσφαιρικά γήπεδα.
Τα τέσσερα χρόνια που ξόδεψε σε Μπόκα Τζούνιορς και Κάλιαρι τον έφεραν στην μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του. Στον πάγκο της Μίλαν το 1996, στον οποίο δεν θα καταφέρει να μακροημερεύσει και θα απολυθεί μετά από 23 παιχνίδια. Μετά από σύντομες θητείες σε Οβιέδο, Βελέζ και δύο επιστροφές σε Κάλιαρι και Μπόκα, θα αναλάβει το 2006 τον πάγκο της Ουρουγουάης για δεύτερη φορά στο πλαίσιο ενός γενικότερου πλαισίου ανάπτυξης του αθλήματος στη χώρα.
Τρίτος στον κόσμο και πρωταθλητής το 2011
H δική του Εθνική Ουρουγουάης, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα, ήταν ένα σύνολο έτοιμο να… πεθάνει στο γήπεδο, μία ομάδα απόλυτα παθιασμένη και έτοιμη να παλέψει για κάθε μπάλα, να τρέξει ασταμάτητα και να δώσει τα πάντα για την νίκη σε κάθε παιχνίδι. Το μαχητικό πνεύμα ήταν κάτι που «πέρασε» με το καλημέρα ο Ταμπάρες και τα αποτελέσματα της φιλοσοφίας του ήταν άμεσα. Τέταρτη θέση στο Κόπα Αμέρικα του 2007, τρίτη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010 και νικητής του Κόπα Αμέρικα το 2011. Για να καταλάβει κανείς τον χαρακτήρα του ανδρός, αρκούν οι δηλώσεις του με την επιστροφή της αποστολής μετά την τρίτη θέση στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής στο κατάμεστο αεροδρόμιο του Μοντεβιδέο.
«Είμαστε έκπληκτοι, συγκινημένοι, εντυπωσιασμένοι, ενθουσιασμένοι. Πάνω απ’ όλα, όμως, είμαστε ευγνώμονες. Η αγάπη σας ξεπερνά κάθε προηγούμενο, δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν αυτό που βιώνουμε σήμερα. Το ξέρω πως το σωστό και το δίκαιο είναι να γιορτάζουμε τις νίκες, τις επιτυχίες, τα κύπελλα.
Σήμερα, όμως, με την αντίδρασή σας και την παρουσίας σας εδώ, αποδεικνύετε ότι το μήνυμα που προσπαθούσα τόσα χρόνια να μεταδώσω, έφτασε στους αποδέκτες του. Η επιτυχία δεν είναι συνδεδεμένη μόνο με τη νίκη. Αλλά με τον μόχθο, με την προσπάθεια, αυτό δίνει αξία σε ό,τι κάνουμε. Η επιτυχία κρύβεται στις δυσκολίες που συναντάμε κι άλλοτε τις ξεπερνάμε, άλλοτε όχι. Διακρίνεται στον αγώνα της καθημερινής ζωής, συγκεντρώνεται στο ενεργό πνεύμα που διαρκώς θέτει νέες προκλήσεις. Η διαδρομή είναι η ανταμοιβή».
Νικητής στην μάχη με το σύνδρομο «Γκιλέν Μπαρέ»
Το 2016 και ενώ απολαμβάνει της καθολικής αποδοχής του ποδοσφαιρικού κόσμου, θα διαγνωστεί με το σύνδρομο «Γκιλέν Μπαρέ». Μια εκφυλιστική ασθένεια, η οποία διαλύει το νευρικό σύστημα του ανθρώπου και προκαλεί τεράστια προβλήματα. Ο Ταμπάρες δεν θα το βάλει κάτω. Θα συνεχίσει να καθοδηγεί την Ουρουγουάη είτε με ένα μπαστούνι στον πάγκο, είτε σε ηλεκτρονικό αμαξίδιο! Θα γίνει σύμβολο της μάχης και της θέλησης για ζωή. Μέσα από το ποδόσφαιρο, εξάλλου, ένιωθε ζωντανός. Σύμφωνα με την φημολογία της εποχής, το 2016 είχε αποφασίσει να μην συνεχίσει την προπονητική. Μετά την διάγνωση, όμως, βρήκε το πιο ισχυρό κίνητρο για να παραμείνει «μάχιμος» και δίπλα στα αγαπημένα του παιδιά.
«Η ασθένεια είναι χρόνια, μερικές φορές έχει ταλαντώσεις. Την αντιμετωπίζω με σκληρή φυσιοθεραπεία, φαρμακευτική αγωγή και σε αρμονική συνεννόηση με τους γιατρούς και τις θεραπείες που μου προτείνουν. Σαφώς και έχει αλλάξει η ζωή μου κι αν ποτέ νιώσω ότι τα παιδιά δεν με ακολουθούν στον αγώνα ή ότι με λυπούνται, θα φύγω μόνος μου από τον πάγκο. Μέχρι στιγμής, ευτυχώς, δεν έχει συμβεί. Δεν συμβιώνω με πόνο, αυτή η σπάνια νευροπάθεια μού προκαλεί μόνο κινητικά προβλήματα. Τώρα, χρησιμοποιώ ένα μπαστούνι, άλλες φορές χρειάζομαι πατερίτσες, μερικές φορές το αμαξίδιο, τις καλές μέρες τα καταφέρνω μόνος μου».