Ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας άρχισε η δίκη για τη δολοφονία του 57χρονου φαρμακοποιού Βασίλη Φλώρου στο Νέο Ψυχικό τον Σεπτέμβριο 2018.
Λίγο πριν αρχίσει η διαδικασία, η κόρη του θύματος λιποθύμησε μέσα στη δικαστική αίθουσα, ενώ όταν ο κατηγορούμενος μπήκε στην αίθουσα συνοδεία αστυνομικών, η νεαρή κοπέλα έχασε και πάλι τις αισθήσεις της, με τους συγγενείς να ξεσπούν σε βάρος τους.
«Τέρας, θα πάρεις αυτό που σου αξίζει. Ζεις τέρας; Αναπνέεις; Πώς κοιμάσαι τα βράδια; Δολοφόνε, ψεύτη…»
Όταν ο κατηγορούμενος έλαβε το λόγο από το δικαστήριο, με σκυμμένο το κεφάλι δήλωσε: «Ζήτω συγγνώμη, δεν έχω τίποτε άλλο να πω».
Πρώτη μάρτυρας ήταν να καταθέσει η κόρη του θύματος. Ωστόσο, λόγω έντονης συναισθηματικής φόρτισης δεν μπορούσε, και το δικαστήριο έδωσε τον λόγο στον επόμενο μάρτυρα, στον αδελφό της που έκανε λόγο για προσχεδιασμένο έγκλημα για να μην πληρώσει το χρέος των 300.000 ευρώ προς τον πατέρα του.
«Σκέφτηκε αν είναι δυνατόν, θα κλέψω αυτά τα χρήματα ακόμα και αν το τίμημα είναι η ζωή ενός ανθρώπου, του πατέρα μου που όχι μόνο τον είχε βοηθήσει αλλά ήταν φίλοι χρόνων» είπε στο δικαστήριο ο μάρτυρας εξηγώντας πως οι οικονομικές διάφορες θύτη και θύματος «είχαν γίνει καρκίνος στην οικογένεια μας».
Ο γιος του θύματος αναφέρθηκε στον πατέρα του, που ήταν «ένας υπέροχος άνθρωπος που όλα τα έκανε για την οικογένειά του δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα, μόνες του έννοιες ήταν η δουλειά και η οικογένεια του», αλλά και στον κατηγορούμενο ο οποίος, όπως είπε, σκότωσε τον πατέρα του από φθόνο και ζήλεια.
Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι ο κατηγορούμενος και η οικογένειά του δεν είχαν πρόθεση να αποπληρώσουν το χρέος των 300 χιλιάδων ευρώ στον πατέρα του, τον οποίο σκότωσε εν ψυχρώ μέσα στο αυτοκίνητό του, στην πλωτή της πολυκατοικίας όπου διέμενε.
«Ήξερε πως στη θέση του οδηγού βρισκόταν ο πατέρας του και στόχευσε με σκοπό να τον σκοτώσει».
Στην κατάθεσή της η σύζυγος του θύματος δε σταμάτησε λεπτό να αποκαλεί τον κατηγορούμενο δολοφόνο. Το κίνητρο του δράστη, όπως είπε, ήταν ο συνδυασμός «εκδίκησης και της πρόθεσής του να μην πληρώσει», και περιέγραψε την ημέρα της δολοφονίας.
«Άκουσα τα μπαμ δεν κατάλαβα στην αρχή ότι ήταν πυροβολισμοί, βγήκαμε με την κόρη μου στο μπαλκόνι, βλέπω τον άνδρα μου έξω από το αυτοκίνητο μέσα στα αίματα. Μέχρι να κατέβουμε κάτω νόμιζα ότι ήταν ένα φρικτό όνειρο αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω. Ευτυχώς που δεν πήγε εκείνη την ημέρα και η κόρη μου με τον μπαμπά της όπως συνήθιζε, θα είχα χάσει και το παιδί μου», είπε.
Όταν ερωτήθηκε για το χρέος που εκκρεμεί μέχρι σήμερα είπε: «Για τον άντρα μου που μου στέρησε, για τον πατέρα των παιδιών μου, για αυτό είμαι εδώ».
Στην κατάθεσή της η κόρη του θύματος περιέγραψε τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε όταν αντίκρυσε τον πατέρα της πεσμένο μες τα αίματα.
«Με φιλάει ο μπαμπάς μου λέει καλό διάβασμα και φεύγει. Μετά από λίγο ακούω κάτι κρότους, ήταν συνεχόμενοι υπήρξε ένα κενό και ξανάρχισαν. Πετάχτηκα από το δωμάτιο, πάω να βγω στο μπαλκόνι και κοιτάω κάτω το δρόμο και ήταν ο μπαμπάς έξω από το αυτοκίνητο, γεμάτος με αίματα και δεν κουνιόταν. Ο δολοφόνος είχε πάρει μέχρι και ρούχα για να αλλάξει και στη συνέχεια έφυγε ψύχραιμος» είπε.
naftemporiki.gr