Skip to main content

Φόρος τιμής στους εκτελεσθέντες στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής από τον Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών

Σε μια κίνηση σπουδαίας συμβολικής σημασίας προχώρησε ο υφυπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Μίχαελ Ροτ, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα. Σήμερα το απόγευμα μετέβη στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και μέσα σε μια λιτή και φορτισμένη συναισθηματικά, εκδήλωση, άφησε ένα λουλούδι στο μνημείο, ως φόρο τιμής σε όσους εκτελέστηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής την περίοδο 1942-1944.

Τον κ. Ροτ υποδέχθηκε ο δήμαρχος Καισαριανής, Χρήστος Βοσκόπουλος, ο οποίος τον ξενάγησε στον χώρο, του ανέφερε τις λεπτομέρειες εκείνης της εποχής, ενώ κατά τη σύντομη ομιλία του, τόνισε το πόσο σημαντική είναι η επίσκεψη του Γερμανού υφυπουργού σε αυτόν τον τόπο θυσίας. Χαρακτήρισε «ελπιδοφόρο γεγονός» την παρουσία του και πρόσθεσε πως «μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την Ιστορία για να πορευθούμε σ’ ένα καλύτερο μέλλον».

 Στη συνέχεια, αφού αναφέρθηκε στις προσφυγικές ρίζες της πόλης και στην περίοδο της αντίστασης κατά των δυνάμεων κατοχής, τόνισε για το σκοπευτήριο: «Είναι για την Ελλάδα, ένα από τα πιο εμβληματικά μέρη μαρτυρίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».

Ο κ. Βοσκόπουλος αναφέρθηκε ακόμη στην πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός δικτύου πόλεων κατά του φασισμού, σε όλη την Ευρώπη, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Η ηρωική πόλη μας, έχει ήδη προσκαλέσει άλλες πόλεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, να ενωθούν σ’ ένα δίκτυο αλληλεγγύης, διατήρησης της ιστορικής μνήμης, αλλά και επιστημονικής και ιστορικής έρευνας. Έχουμε υποχρέωση προς τις μελλοντικές γενιές, να ερευνήσουμε τους λόγους για τους οποίους η ανθρωπότητα μπορεί να ακολουθεί συχνά ακραίες οδούς για την επίλυση πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Είμαστε υποχρεωμένοι να αφηγηθούμε τις ιστορίες που συνέβησαν στη χώρα μας, να θυμόμαστε αυτούς που θυσίασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τις αξίες και τις ιδέες που μας κάνουν ανθρώπους. Πόλεις όπως η δική μας, έχουν την υποχρέωση να μετατρέψουν αυτή τη θυσία, σε ρίζες για ένα καλύτερο μέλλον και να θέσουμε καλύτερα θεμέλια από τις προηγούμενες γενιές. Πρέπει να συνεργαστούμε για μια ειρηνική συνύπαρξη, για αειφόρο ανάπτυξη, για ίσες ευκαιρίες σε όλους, για τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία».

 Από τη δική του μεριά ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών, αφού είπε πως ήταν προσωπική επιθυμία του η επίσκεψη στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Το μέρος αυτό μας θυμίζει τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Ολοκαυτώματος και της τρομοκρατίας του ναζισμού. Τα περισσότερα από τα θύματα αγωνίστηκαν κατά των ναζί κατακτητών. Προέβαλαν αντίσταση στη βαναυσότητα και έχασαν γι’ αυτό τη ζωή τους. Πολλοί ανήκαν πολιτικά στην αριστερά και εξαναγκάσθηκαν να υπομείνουν τις συνθήκες φυλάκισης του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι, πριν τους φέρουν στο μέρος αυτό. Κάποιοι δολοφονήθηκαν απλώς επειδή ήταν Εβραίοι. Η σημασία να αγωνίζεται κανείς για τις ιδέες του και τη δικαιοσύνη, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ». Συνέχισε δε λέγοντας, ότι «δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε τις ζημιές και τις βλάβες που υπέστη πολύς κόσμος στην Ελλάδα από τις εγκληματικές πράξεις των ναζί. Δεν μπορούμε να αναιρέσουμε αυτές τις πράξεις και τις ωμότητες, μπορούμε όμως να κάνουμε ό,τι μας αναλογεί, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι δεν θα επαναληφθούν ποτέ. Αυτό, όχι μόνο για την ίδια την Ιστορία ως αυτοσκοπός, αλλά για να διδαχθούμε από το παρελθόν για το μέλλον. Σήμερα παρευρίσκομαι εδώ για να τιμήσω τη μνήμη και να εκφράσω τον σεβασμό μου σε αυτούς που πολέμησαν κατά του ναζισμού. Ως Γερμανοί φέρουμε ιδιαίτερη ευθύνη. Ήρθα εδώ σήμερα, όπως και άλλοι εκπρόσωποι της Γερμανίας πριν από μένα, γιατί δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ. Ένα κοινό μέλλον χρειάζεται κοινή εκδήλωση μνήμης και αμφότερα είναι στενά συνδεδεμένα. Γνωρίζω τις βαθιές πληγές που άφησε η γερμανική κατοχή στον ελληνικό λαό».

Ο κ. Ροτ είπε ακόμη, πως σε προηγούμενες επισκέψεις του στην Ελλάδα, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και να συζητήσει με ανθρώπους που ήταν μάρτυρες εκείνων των γεγονότων, ακόμη και επιζώντες ή απόγονοι θυμάτων του Ολοκαυτώματος και της γενοκτονίας των Ρομά, οι οποίοι του εξέφρασαν την οδύνη για τη δολοφονία δικών τους ανθρώπων. Στο σημείο δε, αυτό, πρόσθεσε: «Ωστόσο, συνάντησα ανθρώπους που εξέφρασαν ελπίδα. Ελπίδα για τη δυνατότητα να διδαχθούμε από τα λάθη του σκοτεινού παρελθόντος και να μοιραστούμε την οδύνη και το πένθος. Το παρελθόν δεν μένει ποτέ απόλυτα πίσω μας. Οφείλουμε πάντα να αναρωτιόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε καλύτερα και πώς μπορούμε να συνεισφέρουμε στην ειρήνη και στη συμφιλίωση. Η συμφιλίωση και η συγχώρεση δεν μπορούν να προκύψουν μέσα από διδάγματα ή νομοθετήματα. Και τα δύο αποτελούν το δώρο προς εμάς όσων υπέφεραν τις τρομερές απώλειες και τον πόνο. Και για το δώρο αυτό είμαστε αιώνια ευγνώμονες.  

 Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη που παρευρισκόμαστε εδώ μαζί, ως εταίροι σε μια Ενωμένη Ευρώπη, 80 χρόνια μετά τη έναρξη της γερμανικής κατοχής. Σήμερα αγωνιζόμαστε μαζί για μια Ευρώπη με ειρήνη και πολυμορφία, χωρίς μίσος μεταξύ των λαών, χωρίς αντισημιτισμό, χωρίς εθνικισμό και χωρίς φόβο. Είμαι ευγνώμων, γιατί οι διμερείς διπλωματικές σχέσεις μας, που αποκαταστάθηκαν εδώ και 70 χρόνια, εξελίχθηκαν τόσο γόνιμα, εντατικά και σε τέτοιο εύρος. Πολλές διμερείς πρωτοβουλίες βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως το πρόσφατα ιδρυθέν Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, μέσω του οποίου οικοδομούμε γέφυρες ενώνοντας τους ανθρώπους και διαμορφώνοντας μαζί το μέλλον τους».

Ο κ. Ροτ κατέληξε λέγοντας: «Για μένα είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ενθαρρύνουμε νέους ανθρώπους να διδαχθούν από τα φρικαλέα παθήματα του παρελθόντος και να αγωνιστούν μαζί για την ευρωπαϊκή ενότητα και ειρήνη. Ας εργαστούμε μαζί για να διασφαλίσουμε ότι η Ελλάδα και η Γερμανία θα αγωνιστούν δίπλα-δίπλα, για μια κυρίαρχη, δυνατή και ενωμένη Ευρώπη, κάτι που αποτελεί τη βέλτιστη οδό για τη διασφάλιση διαρκούς ειρήνης και ευημερίας».