Skip to main content

ΣΥΡΙΖΑ: Αναφορά στον εισαγγελέα Αρείου Πάγου για την ηχογράφηση Μιωνή

Αναφορά στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με την «παράνομη ηχογράφηση Μιωνή» κατέθεσαν νωρίτερα η γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Όλγα Γεροβασίλη, κι ο υπεύθυνος του κόμματος για θέματα Δικαιοσύνης, Φώτης Κουβέλης.

Του ζητούν να προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια σε σχέση με αυτεπάγγελτα διωκόμενες πράξεις, αλλά και σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου από τις αρμόδιες αρχές.

Αναλυτικά, η αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έχει ως εξής:

«Αξιότιμε κ. Εισαγγελεύ,

Όπως γνωρίζετε, ήδη από τις 08/10/2019 μετά από απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων έχει συγκροτηθεί και λειτουργεί Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για την διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης σχετικά με την τυχόν τέλεση αδικημάτων από τον πρώην Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Δημήτριο Παπαγγελόπουλο, κατά την τέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, τα άρθρα 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής των Ελλήνων και το άρθρο 5 του ν.3126/2003 «Περί Ποινικής Ευθύνης των Υπουργών». Αντικείμενο της Επιτροπής ήταν η διερεύνηση τυχόν τέλεσης αδικημάτων σχετικά με τη λεγόμενη «σκευωρία» γύρω από το σκάνδαλο Novartis.

Τα πολιτικά κόμματα που έχουν σήμερα την πλειοψηφία στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προκάλεσαν αυτή την εξέλιξη προκειμένου να εκφοβίσουν υφιστάμενους σας εισαγγελείς ενώ διερευνούσαν –όπως εξακολουθούν να κάνουν- τις ευθύνες για τη βασική υπόθεση, το πραγματικό «σκάνδαλο Novartis», δηλ. τις υπερτιμολογήσεις φαρμάκων εν μέσω οικονομικής κρίσης.

Σας είναι, δε, γνωστό, ότι γρήγορα τα μέλη της πλειοψηφίας της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, μετά από τις πρώτες αποτυχίες στοιχειοθέτησης κατηγοριών, αποφάσισαν να στρέψουν το ενδιαφέρον της προσοχής από την έρευνα για τη δήθεν «σκευωρία» σε σχέση με το «σκάνδαλο Novartis» σε μια γενικευμένη έρευνα, πέρα από το σχετικό κατηγορητήριο, η οποία έθεσε και θέτει στο στόχαστρο, με έναν αόριστο και απαράδεκτο τρόπο, εν είδει «κυνηγιού μαγισσών», και τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας. Οποιοσδήποτε, έχοντας οποιοδήποτε κίνητρο, μπορούσε να περάσει από την Επιτροπή και να ρίξει ένα ανάθεμα, με αφορμή οποιοδήποτε δικονομικό χειρισμό σε οποιαδήποτε υπόθεση. Στο πλαίσιο αυτό, μια σειρά από πρόσωπα κατέθεσαν στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή σχετικά με πράξεις που δεν περιλαμβάνονταν στο αρχικό κατηγορητήριο. Οι καταθέσεις τους και λεπτομέρειες για τις δικονομικές εξελίξεις στην Επιτροπή αφέθηκαν δολίως να δημοσιοποιηθούν ευρύτατα στον Τύπο και να λειτουργήσουν απειλητικά ως κλοιός έναντι έντιμων κρατικών λειτουργών.

Ο κ. Σάμπυ Μιωνής προσήλθε και έδωσε κατάθεση στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή στις 26/02/2020. Ο ίδιος εξ αρχής έσπευσε να δηλώσει ότι ήταν άσχετος με την αρχικά διερευνώμενη πράξη, δηλ. με τη δήθεν «σκευωρία» για το «σκάνδαλο Novartis», καθώς δεν γνώριζε τίποτα απολύτως για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή παρότι δεν είχε αρμοδιότητα να συνεχίσει την εξέτασή του τον άφησε να τοποθετηθεί σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν προσωπική του υπόθεση που είχε λάβει το χαρακτήρα πολυετούς αντιπαράθεσης στην οποία είχε ήδη από το 2013 εμπλακεί διαμεσολαβητικά και ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός κ. Αντ. Σαμαράς.

Ήδη, στην κατάθεσή του αυτή πολλές φορές υπονόησε ότι έχει στην κατοχή του υλικό που θεωρούσε ως αποδεικτικό των ισχυρισμών του και το οποίο επιφυλασσόταν να καταθέσει εν ευθέτω χρόνω, χωρίς να προσδιορίζει το είδος του αποδεικτικού μέσου, αλλά και τα στοιχεία σχετικά με το αν προέρχεται από νόμιμη ενέργειά του.

Η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή παρότι εκ του νόμου υποχρεούται να συλλέγει αυτεπάγγελτα το κρίσιμο αποδεικτικό υλικό δεν τον διέταξε να της το υποβάλει ευθύς αμέσως. Κάτι που δεν έκανε ούτε μέσω κλήσης του για νέα εξέταση, που ήταν δικονομικά απολύτως αναγκαία μετά την από 20/05/2020 «διεύρυνση κατηγορητηρίου», αφού η τελευταία από μόνη της μαρτυρούσε την έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής σε σχέση με την αρχική εξέτασή του.

Όμως, οι εξελίξεις έκτοτε έχουν αναδείξει στοιχεία της συμπεριφοράς του κ. Σάμπυ Μιωνή που εξηγούν και την τότε στάση της πλειοψηφίας της Επιτροπής. Μάλιστα, αποκαλύπτονται από το υλικό που προσκόμισε ορισμένες λεπτομέρειες για τη δραστηριότητα του ως άνω προσώπου που κανονικά θα έπρεπε ήδη να έχουν ανακοινωθεί σε εσάς από την αρμόδια Επιτροπή, αφού κάθε ανακριτικός υπάλληλος οφείλει να ανακοινώνει στην αρμόδια εισαγγελική αρχή οτιδήποτε πληροφορείται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 38 ΚΠΔ).

Ο κ. Σάμπυ Μιωνής, λοιπόν, επέλεξε μόλις στις 22/06/2020, 4 μέρες πριν τη λήξη των εργασιών της Επιτροπής και 4 ολόκληρα χρόνια μετά την πράξη της μαγνητοφώνησης, να καταθέσει στην Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή ένα έγγραφο απομαγνητοφώνησης της παράνομα καταγεγραμμένης ιδιωτικής συνομιλίας του με πρώην υπουργό, που εν γνώσει του έγινε κατά τη διάρκεια ιδιωτικού ταξιδιού του τελευταίου και έναντι του οποίου δεν προσάπτει οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη.

Είναι δεδομένο ότι τόσο από το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντ. όσο και από το άρθρο 177 παρ. 2 ΚΠΔ αποδεικτικά μέσα που είναι αποτέλεσμα παράνομων πράξεων, όπως η παραβίαση του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, εν αγνοία και χωρίς τη ρητή συναίνεση του συνομιλητή του και η χωρίς δικαίωμα επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρα 370Α Π.Κ. και 38 ν. 4624/2019), είναι απαγορευμένη στο δίκαιό μας. Η δε διάταξη του άρθρου 14 ν. 4637/2019 δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής για πολλούς λόγους. Πρώτον γιατί ο ίδιος ο καταγραφόμενος δεν ελέγχεται από καμία δικαστική αρχή, αφού -καθ’ ομολογίαν του ίδιου του καταγράφοντος- δεν προσάπτεται τίποτε εναντίον του. Δεύτερον γιατί η νόμιμη χρήση αυτού του υλικού περιορίζεται από το νόμο στο στάδιο «κατά την παραπομπή και τη δίκη». Τρίτον γιατί τα εγκλήματα που μπορεί να αφορά αυτή η περιορισμένη νόμιμη χρήση είναι τα κακουργήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος και του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς. Όμως, εν προκειμένω, αφενός κανένα έγκλημα δεν αποδίδεται στον ίδιο τον καταγραφόμενο, αλλά και τα εγκλήματα που ερευνά η Ειδική Επιτροπή της Βουλής δεν έχουν προσδιοριστεί οριστικά. Η εξουσιοδότηση, πάντως, που έχει η Ειδική Επιτροπή της Βουλής από την Ολομέλεια της Βουλής, δεν αφορά μόνο κακουργήματα, αλλά και πλημμελήματα. Όμως, κανένα από τα διερευνώμενα εγκλήματα που σκοπεύεται να στοιχειοθετηθούν μέσω του συγκεκριμένου αποδεικτικού υλικού δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα των δυο παραπάνω εισαγγελικών αρχών, αφενός γιατί δεν στρέφονται κατά της περιουσίας του ελληνικού δημοσίου, και αφετέρου γιατί κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 35 ΚΠΔ οι πράξεις που τελούνται από μέλη της κυβέρνησης εξαιρούνται από την αρμοδιότητά του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς και υπάγονται στην αρμοδιότητα της Βουλής. Έτσι, για τις πράξεις που δεν στρέφονται κατά του εννόμου αγαθού της περιουσίας του δημοσίου και για τις πράξεις που έχουν συμπεριληφθεί στο κατηγορητήριο, ως είχε αρχικά και ως έχει και μετά τη διεύρυνσή του με απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, δεν είναι δυνατή η αξιοποίηση οποιουδήποτε υλικού που προέρχεται από παράνομη πράξη.

Εξάλλου, το έγγραφο της απομαγνητοφώνησης δεν κατατέθηκε ήδη από την αρχή της διαδικασίας, παρότι ήταν στην κατοχή του κ. Σάμπυ Μιωνή. Η μεθοδευμένη διαχείριση του υλικού καταδεικνύει ότι αυτό δεν προσκομίζεται στις αρχές έγκαιρα ως έκτακτο, αναγκαίο, μοναδικό αποδεικτικό μέσο προς ενίσχυση των ισχυρισμών του, αλλά ότι υπήρχε ευχέρεια και σκοπιμότητα να κρατηθεί και να αξιοποιηθεί για άλλους λόγους, μεταξύ των οποίων η εκτροπή της διαδικασίας από τους καθιερωμένους στόχους της ανάκρισης προς την κατεύθυνση της επίτευξης των πολιτικών στοχεύσεων της πλειοψηφίας της Επιτροπής και των προσωπικών στόχων του ίδιου.

Νωρίτερα, από όλους φαίνεται, άλλωστε, ότι είχε το σχετικό υλικό ένα τουλάχιστον από τα μέλη της Επιτροπής, ο κ. Αθ. Πλεύρης. Αφού κατά την κατάθεση του κ. Ν. Παππά τον Μάρτιο του 2020, δηλ. πολύ καιρό πριν την υποβολή του απομαγνητοφωνημένου υλικού στην Επιτροπή, είχε την ευχέρεια να θέτει προς τον τελευταίο ερωτήσεις που, ναι μεν παρερμηνεύουν το υλικό και το πλαίσιο της συζήτησης όπως αποκαλύφθηκαν αργότερα, αλλά δείχνουν σήμερα την σαφή ύπαρξη γνώσης του υπάρχοντος υλικού. Η πλειοψηφία της Επιτροπής δεν έχει μέχρι σήμερα διαφυλάξει ούτε τα ελάχιστα προσχήματα αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, αλλά η οφθαλμοφανής αυτή μεθόδευση θέτει ζητήματα ευθύνης τόσο του κ. Πλεύρη για αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης (άρθρο 254 Π.Κ.), όσο και του κ. Μιωνή για αθέμιτη επιρροή (άρθρο 167Α Π.Κ.).

Το ίδιο το έγγραφο απομαγνητοφώνησης βρίθει κενών, ασαφών και ακατάληπτων σημείων και ολοκληρώνεται απότομα. Άλλωστε, ήδη, στις 24/06/2020 ο δικηγόρος του κ. Σάμπυ Μιωνή, προφανώς εκπροσωπώντας τον, ανέφερε σε δημοσιογράφους ότι στην κατοχή του εντολέα του βρίσκεται και άλλο αποδεικτικό υλικό, που θα κατατεθεί εν ευθέτω χρόνω. Μάλιστα, ορισμένα ΜΜΕ, προφανώς παρατηρώντας τη μεθοδολογία στον τρόπο προσαγωγής του αποδεικτικού υλικού, αλλά και το γεγονός ότι το ήδη δοθέν απομαγνητοφωνημένο κείμενο ολοκληρώνεται απότομα –δείγμα ότι πιθανότατα έχει μείνει εκτός του ήδη προσαχθέντος υλικού και λοιπό μαγνητοφωνημένο υλικό- αναφέρουν την ύπαρξη 9 κασετών με μαγνητοφωνήσεις. Αν, λοιπόν, δεν έχει προσαχθεί το πλήρες αποδεικτικό υλικό, ακόμη και ως προς το ήδη εμφανιζόμενο συμβάν ιδιωτικής συνομιλίας, τότε αφενός στην κατοχή του κ. Σάμπυ Μιωνή βρίσκεται το υπόλοιπο μέρος, πιθανά μαζί με άλλες ηχογραφήσεις, ενώ αφετέρου στην Επιτροπή δεν προσήχθη το πλήρες υλικό της ιδιωτικής συνομιλίας που αφορούσε το από 22/06/2020 υπόμνημά του. Αποτέλεσμα του τελευταίου είναι να μην μπορεί να κριθεί τι ακριβώς έχει μείνει απ’ έξω, αλλάζοντας το πλαίσιο της συζήτησης, ενώ και μόνο η απότομη αποκοπή της καταγεγραμμένης συζήτησης δημιουργεί ζήτημα ευθύνης για την απόκρυψη μέρους εγγράφου από Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή που εκτελεί καθήκοντα εισαγγελικού λειτουργού.

Εξάλλου, από το έγγραφο απομαγνητοφώνησης αποδεικνύεται ότι ο ίδιος ο προσάγων το σχετικό υλικό προκαλούσε συναντήσεις υπό την πιεστική ισχύ των σχέσεών του με διεθνείς παράγοντες σε μια περίοδο που η ίδια η χώρα έχει ανάγκη να διατηρεί αδιατάρακτες τις σχέσεις της με ξένους ηγέτες της ευρύτερης περιοχής για ευνόητους λόγους. Ενώ, λοιπόν, έχει προκαλέσει τις συναντήσεις με δική του πρωτοβουλία, παρουσιάζεται κατά τα άλλα ως δήθεν εκβιαζόμενος και ως δήθεν θύμα τελεσθεισών παρεμβάσεων στη Δικαιοσύνη, ενώ καμία παρέμβαση δεν έχει γίνει. Εξ ου και επανέρχεται με αιτήματα που θα έπρεπε αυτά τα ίδια να τύχουν εκτενούς εισαγγελικής έρευνας και όχι οποιαδήποτε προσπάθεια λεκτικής υπεκφυγής, απόκρουσης και κατευνασμού του με αόριστες διατυπώσεις και εξευμενιστικές γενικές εκτιμήσεις σε σχέση με την υπόθεση από τον συνομιλητή του.

Σε ορισμένο σημείο του αποηχογραφημένου κειμένου ο ίδιος φτάνει, μάλιστα, να ζητεί να πληροφορηθεί ονόματα υπαλλήλων δικαστικών και αστυνομικών αρχών ξένων κρατών και υπηρεσιών, ενώ αλλού αναφέρει σε σχέση με ορισμένες εξελίξεις εναντίον του ελέγχων χαρακτηριστικά: «Φυσικά και τα ξέρω, έτσι; Δηλαδή έχω intelligence. Τα ξέρω! Δηλαδή, αλλά σε κάποια στιγμή, τι θα κάνω;», φράση που γεννά ζήτημα σε σχέση με την πιθανή οργανωμένη συνεργασία του με υπηρεσίες πληροφοριών (intelligence service), που θα έπρεπε να διερευνηθεί άμεσα σε σχέση με τη νομιμότητά της, τους ευρύτερους στόχους της και την πιθανή διακινδύνευση των συμφερόντων της χώρας και των σχέσεών της με σύμμαχες χώρες.

Αξιότιμε, κ. Εισαγγελεύ, η βαρύτητα των παραπάνω πράξεων καθιστά αναγκαίο να αναληφθεί κάθε πρωτοβουλία στο ανώτατο δυνατό επίπεδο της Εισαγγελικής Αρχής, δηλαδή από εσάς προσωπικά, προκειμένου τα παραπάνω συμβάντα και τα σχετικά με αυτά αποδεικτικά στοιχεία να υπαχθούν υπό την άμεση εποπτεία σας και υπό την άμεση, ευθεία και ελεύθερη κρίση σας ως προϊσταμένου της ανεξάρτητης εισαγγελικής αρχής της χώρας μας (άρθρο 24 ν. 1756/1988).

Για τους παραπάνω λόγους,

Σας καλούμε όπως προβείτε σε κάθε νόμιμη κατά το λόγο της αρμοδιότητάς σας ενέργεια, σε σχέση με αυτεπάγγελτα διωκόμενες πράξεις, αλλά και σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου από τις αρμόδιες αρχές» αναφέρουν η γραμματέας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Όλγα Γεροβασίλη, κι ο υπεύθυνος του κόμματος για θέματα Δικαιοσύνης, Φώτης Κουβέλης.

Οι δηλώσεις Γεροβασίλη-Κουβέλη

«Ζητούμε από την ελληνική Δικαιοσύνη να επιληφθεί του θέματος όπως η ίδια κρίνει και να προστατεύσει το δικαιικό σύστημα ούτως ώστε να μη γίνει η Ελλάδα χώρα παρακρατικών πρακτικών, πόσο μάλλον να θεωρούνται και φυσιολογικές. Έχουμε εν προκειμένω, παράνομες ηχογραφήσεις και χρήση αυτών και βεβαίως ανοικτό το ενδεχόμενο, όπως ακούστηκε και κυκλοφόρησε δημοσίως, ότι εισερχόμαστε σε μπαράζ τέτοιων ηχογραφήσεων. Αυτό είναι το ένα σκέλος» δήλωσε αμέσως μετά η κ. Γεροβασίλη.

Όπως είπε, το άλλο σκέλος αφορά αυτή καθεαυτή τη λειτουργία της προανακριτικής επιτροπής, «η οποία έχει παραβεί όλο το δικαιικό σύστημα στη χώρα, με αυθαιρεσίες, καταπατήσεις δικαιωμάτων. Είδαμε την αυθαίρετη διακοπή των εργασιών της επιτροπής πριν προλάβει να ολοκληρώσει ο κ. Παπαγγελόπουλος, άρα δεν προστατεύτηκε το δικαίωμα της ολοκλήρωσης της απολογίας του ως κατηγορουμένου».

Η γραμματέας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε πως «βρισκόμαστε για δεύτερη φορά εδώ, με την πρώτη να αφορά τους προστατευόμενους μάρτυρες και την προσπάθεια που είχε γίνει να αποκαλυφθούν, πράγμα το οποίο η Δικαιοσύνη δεν επέτρεψε».

Υποστήριξε πως «έχει υποστεί πολλές ήττες η Νέα Δημοκρατία στην προανακριτική επιτροπή, εξ ου και προβαίνει σε κινήσεις αντιπερισπασμού. Έρχεται χθές και η απόφαση κόλαφος για τον συμβιβασμό ανάμεσα στο αμερικανικό Δημόσιο και τη Novartis, με την τελευταία να παραδέχεται ότι στη χώρα μας λειτούργησε παρανόμως, ότι επηρέασε αξιωματούχους προκειμένου να επηρεάσουν με τη σειρά τους αποφάσεις υπουργείων και οργανισμών. Και φυσικά το θέμα είναι οι υπερτιμολογήσεις. Αυτή είναι η ζημιά του αμερικανικού Δημοσίου. Η χώρα μας θα πρέπει να εστιάσει στα θέματα που την αφορούν και να προβεί στη διερεύνηση αυτού του σκανδάλου. Και βεβαίως αυτή η αποκάλυψη και συνομολογία από την πλευρά της Αμερικής και της Novartis αποτελεί κόλαφο για τη Νέα Δημοκρατία, η οποία έστησε σκευωρία  για να μετατρέψει το ίδιο το σκάνδαλο σε σκευωρία».

Από την πλευρά του, ο κ. Κουβέλης μίλησε για «παράνομες πράξεις» όπως είναι η καταγραφή και χρήση των συνομιλιών, «χρήση που έχει γίνει σε πολλαπλά επίπεδα και βεβαίως και από την προανακριτική εΕπιτροπή».

Όπως είπε, «είναι μία υποχρέωσή μας αναφορικά με την υπόθεση που λέγεται νομιμότητα και σεβασμός των θεσμών της Δικαιοσύνης. Δε μπορεί να μετατραπεί η Ελλάδα σε μία χώρα κασέτας. Δεν προστατεύεται τίποτα εάν το επιτρέψουν αυτό, εάν το επιτρέψει η ελληνική Δiκαιοσύνη.

Βεβαίως όλα αυτά γίνονται αναφορικά με το σκάνδαλο Novartis.  Ένα σκάνδαλο που πιστοποιείται ως τέτοιο και με τον  πρακτικό συμβιβασμό που έγινε στην Αμερική. Και η Ελλάδα βεβαίως, το ελληνικό Δημόσιο, πρέπει άμεσα να διεκδικήσει τη ζημία η οποία καταγράφεται. Και η ζημία αυτή ανέρχεται, κατά τους υπολογισμούς και κατά το πρακτικό που υπεγράφη στην Αμερική, στο ποσό των 310 εκ. δολαρίων».