Skip to main content

Μαξίμου: Παραδοχή Κ. Χατζηδάκη για πολλούς και υπερχρεωμένους τηλεοπτικούς σταθμούς

Για παραδοχή του αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας ότι τα τα 25 χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα, επί κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, κατέληξαν σε υπερβολικό για τα πληθυσμιακά δεδομένα της χώρας αριθμό καναλιών και μάλιστα υπερχρεωμένων κάνει λόγο το Μαξίμου επικαλούμενο συνέντευξη του Κωστή Χατζηδάκη.

Κύκλοι του Μαξίμου υπογραμμίζει ότι στη συνέντευξη στον ραδιοφωνικό σταθμό Παραπολιτικά FM όταν ο κ. Χατζηδάκης ρωτήθηκε αν υπάρχει άλλη χώρα της Ευρώπης –έστω και μία- όπου επί 25 χρόνια οι τηλεοπτικές άδειες βρίσκονται σε προσωρινό καθεστώς, απάντησε: «Μίλησα μόνος μου για τα λάθη μας».

Καλούν δε τη νέα ηγεσία της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, υπό τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη να σχολιάσει τις τοποθετήσεις του αντιπροέδρου.

Σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές όταν ρωτάται ο κ. Χατζηδάκης αν «μπορεί μια χώρα με 4,5 εκατομμύρια ενεργό πληθυσμό να έχει 7 κανάλια πανελλήνιας εμβέλειας», απαντά ότι «σε μεγάλο βαθμό όλα αυτά μπορεί να τα δείξει η αγορά». Και, όταν ο δημοσιογράφος επισημαίνει ότι η αγορά τα έχει ήδη δείξει, αφού «έχουμε 7 κανάλια και το κάθε ένα έχει πάρει 200 εκατομμύρια δάνεια από τις τράπεζες» και, μάλιστα, χωρίς τις απαιτούμενες εγγυήσεις, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ αρκείται να ζητήσει την τιμωρία των υπευθύνων για το παρελθόν.

Μάλιστα, οι ίδιες πηγές παραθέτουν τις σχετικές τοποθετήσεις του κ. Χατζηδάκη στο πλαίσιο της συνέντευξης, προχωρώντας σε σχόλια.

«Θα πάμε από 7 άδειες που υπάρχουν σήμερα σε 4».
Όχι, κ. Χατζηδάκη. Δεν υπάρχουν ΚΑΘΟΛΟΥ άδειες σήμερα. Οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ φρόντισαν ώστε τα ιδιωτικά κανάλια στην Ελλάδα να λειτουργούν επί 25 χρόνια με προσωρινές άδειες.

«Υπάρχει εγγενής αντίφαση σε αυτά που λέει ο κ. Παππάς και ο ΣΥΡΙΖΑ. Λένε ότι τους ενδιαφέρει να πάρουν πολλά χρήματα από τις άδειες. Αλλά την ίδια στιγμή επίσης λένε ότι θέλουν να έχουν μόνο 4 άδειες. Πώς θα πάρουν πολλά χρήματα με λίγες άδειες;».

Αρα, κατά τον αντιπρόεδρο της ΝΔ πολλά χρήματα παίρνεις όταν πουλάς ένα προϊόν που είναι ελεύθερο; Απεριόριστο; Όπως, για παράδειγμα, όταν κάνεις ένα διαγωνισμό στη μέση του Βόρειου Πόλου και πουλάς… πάγο στους Εσκιμώους; Και –αντίθετα, σύμφωνα με τη Χατζηδάκειο λογική…- παίρνεις λίγα χρήματα όταν πουλάς ένα προϊόν που έχει το χαρακτήρα της «σπανιότητας», δεδομένου ότι αφορά στη χρήση μέρους του περιορισμένου ψηφιακού φάσματος; Ενδιαφέρουσα προσέγγιση…

«Δεν έχουν αγαθές προθέσεις οι άνθρωποι. Διότι αν είχαν (…) δεν θα γινόταν διαδικαστικά ο υπουργός καναλάρχης, ούτε επί της ουσίας θα προσπαθούσαν περιορίζοντας τις άδειες να έχουν μόνο τους δικούς τους καναλάρχες».
 

Ο νόμος 4339/24.10.2015 ξεκάθαρα ορίζει ότι ο υπουργός προσδιορίζει τον αριθμό των αδειών και τίποτε άλλο. Το ΕΣΡ προκηρύσσει τον ανοικτό διεθνή διαγωνισμό, θέτει τους όρους, εξετάζει κατά πόσον οι φάκελοι πληρούν αυτούς τους όρους και απορρίπτει τους φακέλους, εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Αρα, αποφασιστικός είναι ο ρόλος της Ανεξάρτητης Αρχής, για τη συγκρότηση της οποίας καλείται να συναινέσει η ΝΔ (όπως προβλέπει ο νομοθέτης) και αυτή αρνείται. Και όχι του υπουργού. Πώς, λοιπόν, συμπεραίνει ο κ. Χατζηδάκης ότι «ο υπουργός γίνεται καναλάρχης» και ότι η κυβέρνηση θέλει «να έχει μόνο τους δικούς της καναλάρχες», μόνον ο ίδιος γνωρίζει.

«Όταν έρχονται και λένε με το νόμο ότι τα κανάλια που θα πάρουν άδειες θα πρέπει να έχουν και συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων, αυτό μόνο στη Βόρεια Κορέα γίνεται».

Επίσης ενδιαφέρον. Στην αρχή είπαν ότι η ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου θα προκαλέσει χιλιάδες απολύσεις. Τώρα, δεν τους αρέσει η προϋπόθεση της απασχόλησης ικανού αριθμού εργαζομένων –ώστε να διασφαλίζονται τόσο οι θέσεις εργασίας, όσο και η ποιότητα του προγράμματος- γιατί είναι, λέει, Βορειοκορεάτικο μέτρο. Μήπως να αποφασίσουν τι θέλουν και μετά να βγαίνουν στα κανάλια;

«Είναι σε αντίθεση με την Ευρώπη και το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο αυτό που κάνει η κυβέρνηση».

Ας κάνει ο κ. Χατζηδάκης τον κόπο να διαβάσει την πρόσφατη δήλωση Ευρωπαίου αξιωματούχου στο Euronews (18/1/16) ότι η Ευρώπη δεν παρεμβαίνει στο ένα θέμα και το θεωρεί μεμονωμένη εθνική πολιτική.