«Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας μου, και όχι μόνο, θα πράξω ό,τι μου αναλογεί προκειμένου να υπερασπιστώ, στο ακέραιο, την πατρίδα, τον λαό μας και το έθνος μας» τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, στην αντιφώνησή του κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο δημότη του δήμου Ύδρας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος επισκέφθηκε σήμερα το νησί προκειμένου να παραστεί στις εορταστικές εκδηλώσεις, με αφορμή τη συμπλήρωση 183 χρόνων από το θάνατο του Υδραίου ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, επεσήμανε ότι η τιμή αυτή δεν αφορά το πρόσωπό του αλλά τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας και διαβεβαίωσε ότι «έχω πλήρη επίγνωση του ότι η ανακήρυξή μου ως επίτιμου Δημότη Ύδρας μου επιβάλλει, μεταξύ άλλων, και το αντίστοιχο χρέος τόσο της υπεράσπισης της Ιστορίας του νησιού σας, όσο και της άντλησης από την Ιστορία αυτή των αντίστοιχων διδαγμάτων, πρωτίστως για τα εθνικά μας θέματα».
Μιλώντας για τη σημασία της σημερινής επετείου, ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε ότι χάρη στον αγώνα των προγόνων μας, όπως και των υπολοίπων Ελλήνων, η πατρίδα μας είναι σήμερα ελεύθερη, αποτελώντας «αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού της πυρήνα, της Ευρωζώνης» και «παρά την πρόσφατη οικονομική κρίση, στέκει πλέον με αυτοπεποίθηση και ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον, έχοντας εμπιστοσύνη στις αστείρευτες δυνάμεις του Ελληνισμού και στην μοναδική δημιουργικότητά του».
Παράλληλα, σημείωσε ότι στο σημερινό διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι, η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως πυλώνας σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, σημειώνοντας ότι έχει εμπράκτως αποδείξει τη σταθερή προσήλωσή της στην πλήρη εφαρμογή του διεθνούς και του ευρωπαϊκού Δικαίου, γεγονός που «προκύπτει και από τον τρόπο, με τον οποίο η Ελλάδα υπερασπίζεται τα εθνικά της θέματα, όπως είναι πρωτίστως εκείνα που αφορούν τις σχέσεις μας με την Τουρκία».
Υπογράμμισε ότι επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας και ευνοούμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, υπό την προϋπόθεση ότι η Τουρκία επιδεικνύει ειλικρινή σεβασμό προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο και το σύνολο του διεθνούς Δικαίου, και τόνισε: «Άρα και οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947-οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες-πρέπει να γίνονται απ’ όλους πλήρως σεβαστές».
Τέλος, αναφέρθηκε στους δύο Έλληνες στρατιωτικούς οι οποίοι κρατούνται στην Αδριανούπολη «επί μακρό χρονικό διάστημα, αυθαιρέτως και κατά παράβαση κάθε έννοιας Κράτους Δικαίου», σημειώνοντας: «Αυτή η απαράδεκτη και αντιδημοκρατική συμπεριφορά της Τουρκίας δεν μπορεί να πλήξει το ηθικό των Ενόπλων Δυνάμεων μας ούτε το ηθικό των δύο ηρωικών ατρατιωτικών μας, το οποίο είναι ακμαίο στον υπέρτατο βαθμό, αποδεικνύοντας στην πράξη τι σημαίνει Ελληνικός Στρατός και Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Πλήττει όμως, καιρίως, το κύρος της Τουρκίας και της ηγεσίας της. Διότι αυτή η αυθαιρεσία, που έχει προκαλέσει την ευρωπαϊκή αλλά και την διεθνή κατακραυγή, είναι πλήγμα κατά της Δημοκρατίας, των θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, εν γένει, του Πολιτισμού μας. Η τουρκική ηγεσία ας αναλογισθεί, έστω και τώρα, τις ευθύνες της απέναντι στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη διεθνή Κοινότητα».