Από την έντυπη έκδοση
Σε τρεις εβδομάδες από σήμερα (από την 1η Ιουλίου) τίθενται σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας και ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, για το περιεχόμενο των οποίων δημιουργήθηκε θύελλα αντιδράσεων.
Διαμετρικά αντίθετες είναι οι απόψεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για τις επερχόμενες, ριζικές μεταβολές στον νομικό χάρτη της χώρας (με τις οποίες αλλάζει και η ποινική αντιμετώπιση κατηγορουμένων σε εκκρεμείς δίκες). Μεταξύ πολλών άλλων, από πλευράς αξιωματικής αντιπολίτευσης υποστηρίζεται ότι επέρχεται καταιγίδα μεταβολών, πολλές από τις οποίες προστατεύουν μέλη της κυβέρνησης από μελλοντικές διώξεις ή απηχούν ιδεολογικές επιλογές της. Αυτό σημαίνει, κατά την αξιωματική αντιπολίτευση, ότι κανένα από τα μέλη της σημερινής κυβέρνησης δεν κινδυνεύει να παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής αφορά επίμαχες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, αγνοουμένων σε μεγάλο βαθμό των μεταβολών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικός για την ορθή και ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης.
Από την πλευρά της κυβέρνησης υποστηρίζεται ότι αυτή είχε την πολιτική ευθύνη για μεταρρυθμίσεις που ουδείς άλλος τόλμησε επί σχεδόν 70 χρόνια ισχύος των δύο Κωδίκων. Και προστίθεται ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις είναι υπεύθυνες και υπόλογες για αποσπασματικές τροποποιήσεις στους δύο Κώδικες, ενώ η σημερινή αντιπολίτευση διαστρεβλώνει το περιεχόμενο νέων ποινικών διατάξεων.
Διαφοροποιήθηκε από την υπόλοιπη αντιπολίτευση ο απερχόμενος από τα βουλευτικά έδρανα Ευάγγελος Βενιζέλος (χαρακτήρισε τους νέους Ποινικούς Κώδικες «θετικό και αναγκαίο βήμα»).
Συγκεκριμένα, στα νομοσχέδια των νέων Κωδίκων προβλέπονται μικρότερες ποινές σε μία σειρά από εγκλήματα και μετατροπή πολλών αδικημάτων από κακουργήματα σε πλημμελήματα, ενώ αυστηρότερη ποινική αντιμετώπιση προβλέπεται για άλλα.
Όπως ορίζεται, μεταξύ άλλων, οι πταισματικές παραβάσεις καταργούνται, ενώ οι περισσότερες πλημμεληματικές ποινές θα εκτίονται πλέον ως κοινωφελής εργασία.
Δωροδοκία πολιτικών
Παράλληλα, ορίστηκε η ποινή της κάθειρξης για τη δωροδοκία πολιτικών προσώπων και εναρμονίστηκαν οι διατάξεις προς τις διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν τη χώρα, ενώ αυστηρότερο πλαίσιο ποινής θα φέρει και η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 187 ΠΚ όσον αφορά τους διευθύνοντες εγκληματικές οργανώσεις, οι οποίοι πλέον απειλούνται µε κάθειρξη από πέντε έως 15 έτη, αντί της κάθειρξης έως δέκα έτη που προβλέπεται σήμερα (αφορά και τη δίκη της Χρυσής Αυγής).
Εκρηκτικές ύλες
Σχετικά με το επίμαχο θέμα των εκρηκτικών υλών (και μολότοφ), το οποίο αφορά και υποθέσεις τρομοκρατίας, η σχετική μεταχείριση θα είναι επιεικέστερη, καθώς ορίζεται ότι όσοι τις κατασκευάζουν ή τις προμηθεύονται ή τις κατέχουν τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών αν προκαλείται κίνδυνος για ανθρώπινες ζωές, ενώ στα μέχρι τούδε ισχύοντα υπήρχε πρόβλεψη για τιμωρία με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
Όπως αναφέρεται, ειδικότερα, για το κακούργημα της κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών (272ΠΚ), που σήμερα τιμωρείται με κάθειρξη έως 20 έτη, πλέον θα επιβάλλεται ποινή φυλάκισης έως τρία έτη. Σε άλλο σημείο προβλέπεται ότι «ο δράστης δεν τιμωρείται αν πριν εξεταστεί από τις αρχές παρέδωσε με τη θέλησή του σ’ αυτές τα πιο πάνω υλικά ή αντικείμενα ή κατέστησε γι’ αυτές δυνατό να τα αποκτήσουν στην κατοχή τους ή απέτρεψε με άλλο τρόπο τον κίνδυνο να γίνει χρήση αυτών».
Με τις σχετικές αλλαγές, «περιορίζεται το αξιόποινο µόνο σε αυτές τις εκρηκτικές ύλες ή βόμβες από τις οποίες μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο, στοιχείο που πρέπει να θεμελιώνεται ανά περίσταση».
Βιασμός
Στο σχετικό άρθρο έχει ενταχθεί και το έγκλημα του βιασμού, για την ηπιότερη αντιμετώπιση του οποίου προκλήθηκαν σφοδρές αντιδράσεις σχεδόν από όλους. Λόγω των αντιδράσεων αυτών, ο υπουργός Δικαιοσύνης τροποποίησε τη διάταξη, χωρίς τις νέες (ευνοϊκές) διατάξεις και η ποινική κύρωση του βιασμού διατηρείται.
Ο ομαδικός βιασμός, που απειλείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών παραμένει, πάντως, ως διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος, ενώ εάν το θύμα του βιασμού χάσει τη ζωή του, προβλέπεται ισόβια κάθειρξη.
Εγκληματική οργάνωση
Αντικείμενο πολλών συζητήσεων αποτέλεσαν και τα προβλεπόμενα περί εγκληματικής και τρομοκρατικής οργάνωσης. Στον νέο Κώδικα προστίθεται διάταξη (187Γ ΠΚ), που προβλέπει ευνοϊκή μεταχείριση στα μέλη που θα ενημερώσουν τις αρχές για τη δράση της οργάνωσης.
Επίσης, με άλλο άρθρο (187Β ΠΚ) ορίζεται ότι η ποινή αυτού που συνδράμει τρομοκρατική οργάνωση ή μέλη της θα είναι κάθειρξη έως δέκα έτη, ενώ προβλέπεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όταν η τρομοκρατική οργάνωση έχει συσταθεί ή σκοπείται να συσταθεί μόνο για την τέλεση πλημμελημάτων. Το ίδιο ισχύει όταν ο μεμονωμένος τρομοκράτης τελεί ή σκοπείται να τελέσει μόνο πλημμελήματα.
Διακεκριμένη κλοπή
Αλλαγές υπάρχουν όσον αφορά και το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής. Στον ισχύοντα Κώδικα όσοι έχουν δράσει ως μέλη συμμορίας ή κατ’ επάγγελμα κατηγορούνται για διακεκριμένη κλοπή, όμως στον νέο Κώδικα το έγκλημα «μετατρέπεται» σε απλή κλοπή, που τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη.
Στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση (299 ΠΚ) «σπάει» η ισόβια κάθειρξη ως μοναδική ποινή και πλέον το δικαστήριο θα μπορεί να επιβάλει πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
Αυστηρότερη θα είναι πλέον η τιμώρηση του ρατσιστικού εγκλήματος (περιελήφθη ειδική διάταξη).
Οικονομικά εγκλήματα
Έντονες αντιδράσεις υπήρξαν από εισαγγελικούς και νομικούς κύκλους σχετικά με την πρόβλεψη της κατάργησης της αυτεπάγγελτης δίωξης για συγκεκριμένα εγκλήματα. Τελικά, δεν περιελήφθη σε αυτά το αδίκημα της κακουργηματικής απιστίας. Προβλέφθηκε δηλαδή η αυτεπάγγελτη δίωξη της κακουργηματικής απιστίας και στον ιδιωτικό τομέα προς αποφυγήν τυχόν καταχρήσεων, κυρίως εκ μέρους οργάνων της διοίκησης μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών.
Κατά τα άλλα, όσοι κατηγορούνται για κλοπή, τοκογλυφία, απιστία, απάτη, διαρρήξεις και υπεξαίρεση θα έχουν ηπιότερη μεταχείριση, καθώς τα αδικήματα αυτά μετατρέπονται σε πλημμελήματα, εφόσον δεν ασκείται βία, δεν θίγεται το Δημόσιο, ενώ ο δράστης μπορεί να αθωωθεί αν αποκαταστήσει τη ζημιά μέχρι την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ή εφόσον αποδεδειγμένα εξαναγκάστηκε στην τέλεση της πράξης.
Σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα διευρύνεται η κατ’ έγκληση (δηλαδή μετά από μήνυση) δίωξη ορισμένων εγκλημάτων, εν όψει του ατομικού χαρακτήρα των πληττομένων εννόμων αγαθών, και προβλέπεται ότι σε ορισμένα εκ των αυτεπαγγέλτως διωκόμενων εγκλημάτων (όπως κλοπή και φθορά) η εναντία δήλωση του παθόντος συνιστά λόγο οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης. Με τη ρύθμιση αυτή εξυπηρετούνται πρακτικές ανάγκες (επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενες κλοπές ή φθορές).
Υποθέσεις διαφθοράς
Ειδικά ως προς το αδίκημα της δωροδοκίας, εκείνος που δωροδοκεί θα αντιμετωπίζει (επιεικέστερες) ποινές έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, ενώ μέχρι σήμερα ίσχυε φυλάκιση από ένα έως πέντε έτη και χρηματική ποινή. Εάν πρόκειται για δωροδοκία κρατικού αξιωματούχου, η μέχρι τώρα ποινή ήταν μέχρι δέκα έτη, ενώ τώρα ορίζονται ποινές τουλάχιστον τριών ετών.
Για τους κατηγορουμένους που αντιμετωπίζουν το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας (που «λαδώνουν») εφόσον αυτή μετατραπεί σε πλημμέλημα, έχει παραγραφεί (ανάλογα µε τον χρόνο τέλεσής της). Ωστόσο, σύμφωνα με νομικούς κύκλους, εάν η δωροδοκία είναι παραγεγραμμένη, το δικαστήριο δεν εμποδίζεται να καταδικάσει κάποιον για ξέπλυµα χρήµατος, εάν κριθεί ένοχος και γι’ αυτήν τη πράξη (παραγράφεται στα 20 χρόνια).