Ήταν η χειρότερη πρωθυπουργός από τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο Λόρδος Νορθ δεν κατάφερε να αποτρέψει την ανεξαρτησία των βρετανικών αποικιών στην άλλη όχθη του Ατλαντικού; Ή μήπως από τη δεκαετία του ’30, όταν ο Νέβιλ Τσάμπερλεϊν αποφάσισε να ακολουθήσει την μοιραία «πολιτική κατευνασμού» (appeasement) απέναντι στη χιτλερική Γερμανία; Οι ιστορικοί προφανώς δεν έχουν αποφανθεί ακόμη. Ωστόσο οι επικριτές της Τερέζα Μέι θεωρούν βέβαιο ότι έχει εξασφαλισμένη την αρνητική πρωτιά.
Το 2002 η Μέι είχε πάρει τον λόγο στο συνέδριο του Μπόρνμουθ ως γενική γραμματέας του Συντηρητικού Κόμματος μετά από μία ακόμη εκλογική ήττα, αιφνιδιάζοντας τους υπόλοιπους Τόρις με την εξής δήλωση: «Γνωρίζετε πώς μας αποκαλούν πολλοί; Το αντιπαθητικό κόμμα…». Την εποχή εκείνη οι σύνεδροι εξέλαβαν την εξομολόγηση ως αυθόρμητη εκδήλωση ειλικρίνειας. Έκτοτε η Μέι αυτοπροβαλλόταν ως επιτυχημένη μεταρρυθμίστρια, η οποία μπορεί να αποτινάξει το αναχρονιστικό προφίλ των Τόρις, αλλά και τα επίμονα στερεότυπα για ένα κόμμα των λίγων, που θέλουν να διατηρήσουν τα προνόμιά τους έναντι των πολλών. Και όταν, μετά το δημοψήφισμα του Brexit το 2016, οι επίδοξοι ηγέτες του κόμματος Μπόρις Τζόνσον και Μάικλ Γκαβ υπέσκαπταν ο ένας τον άλλον, η Τερέζα Μέι φαινόταν ως η μοναδική συνετή επιλογή για την ηγεσία ανάμεσα σε ανώριμους δελφίνους.
Ελπιδοφόρο ξεκίνημα, οδυνηρό τέλος
Η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά της. Στην πρώτη ομιλία της ως πρωθυπουργός η Τερέζα Μέι είχε το θάρρος να κατονομάσει «έκδηλες αδικίες» της βρετανικής καθημερινότητας, για παράδειγμα ότι οι φτωχοί ζουν κατά μέσο όρο εννέα χρόνια λιγότερο από τους πλούσιους, ότι η αστυνομία συμπεριφέρεται βάναυσα στους μαύρους, ότι οι γυναίκες κερδίζουν λιγότερα χρήματα από τους άνδρες ή ότι παιδιά από φτωχές, εργατικές οικογένειες έχουν λιγότερες πιθανότητες να σπουδάσουν. Η ίδια υποσχόταν ότι η Βρετανία θα αλλάξει προς το καλύτερο. Φαίνεται όμως ότι υποτίμησε την τεράστια δυναμική του Brexit. Προσπαθώντας να διατηρήσει την ενότητα του κόμματος, η Τερέζα Μέι υποτάχθηκε από την αρχή στη θέληση των πιο σκληρών αντι-ευρωπαϊστών. Τον Ιανουάριο του 2017, πριν καν αρχίσει η διαπραγμάτευση με την Ε.Ε. για την αποχώρηση της Βρετανίας, οχυρώθηκε πίσω από κόκκινες γραμμές, οι οποίες ουσιαστικά προκάλεσαν το πρόβλημα των συνόρων στην Ιρλανδία και κατέστησαν ανέφικτο το αρμονικό διαζύγιο. Στο αδιέξοδο συνέβαλαν ασφαλώς και οι συμπεριφορές ανίδεων ή παρορμητικών υπουργών που ήταν επιφορτισμένοι με τη διαπραγμάτευση.
Όσο πιο δύσκολη γινόταν η ανεύρεση συμβιβασμού τόσο πιο πολύ επέμενε η Μέι στις κόκκινες γραμμές της, οι οποίες εξέφραζαν τους πιο αδιάλλακτους από τους θιασώτες του Brexit. Επί δύο ολόκληρα χρόνια παρέλειψε να διερευνήσει περιθώρια συνεννόησης με το Εργατικό Κόμμα της αντιπολίτευσης ή ακόμη και με το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP). Το θυμήθηκε προ μηνών, όταν ήταν πολύ αργά πλέον. Η συνέχεια είναι γνωστή: σε τρεις συνεχείς ψηφοφορίες η Βουλή των Κοινοτήτων καταψήφισε τη συμφωνία εξόδου με την Ε.Ε. Οι πιο σκληροί οπαδοί του Brexit απέρριπταν κάθε συμβιβασμό για το ζήτημα της Ιρλανδίας, ενώ η αντιπολίτευση δεν ήθελε να στηρίξει το «κακό σενάριο των Τόρις για το Brexit». Σε μία απέλπιδα προσπάθεια η Τερέζα Μέι επιχείρησε τέταρτη ψηφοφορία, αλλά γρήγορα αντελήφθη ότι δεν είχε άλλη διέξοδο από την αποχώρηση.
Τρία χρόνια στασιμότητα
Το ναυάγιο του Brexit δεν ήταν η μοναδική αποτυχία. Η αναγκαστική προσήλωση στον στόχο του Brexit οδήγησε σε παράλυση, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα όλα τα υπόλοιπα, από τις πτωχεύσεις μεγάλων επιχειρήσεων μέχρι την αύξηση της εγκληματικότητας ή την καταστροφική πυρκαγιά στον πύργο Γκρένφελ Τάουερ του Λονδίνου. Σε όλα αυτά η Τερέζα Μέι δεν κατάφερε να βρει μία πολιτική ή νομοθετική απάντηση. Τελικά αποχωρεί. Πρόκειται για μία παραίτηση σε δύο πράξεις: σήμερα από την ηγεσία του κόμματος και στα τέλη Ιουλίου από την πρωθυπουργία.
Τα πρώτα σχόλια για τον απολογισμό της είναι συντριπτικά. Η πιο θετική αποτίμηση ήταν ότι «προσπάθησε πολύ». Δεν υπάρχει ούτε μία κοινωνική μεταρρύθμιση, ούτε ένα σημαντικό νομοσχέδιο που να φέρει την υπογραφή της. Όσο για το Brexit, ανατίθεται εκ των πραγμάτων στον διάδοχό της. Δεκατρείς υποψήφιοι έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ηγεσία των Συντηρητικών πριν καν αρχίσει η διαδικασία για τη διαδοχή της Μέι. Επικρατέστερος θεωρείται ο Μπόρις Τζόνσον παρά τις απανωτές γκάφες του ως υπουργός Εξωτερικών. Φαίνεται ότι πολλοί ψηφοφόροι εμπιστεύονται τη ρητορική του δεινότητα και επιπλέον ο Τζόνσον θεωρείται αυτή τη στιγμή ο μόνος που μπορεί να αντιπαραταχθεί με επιτυχία στο Εργατικό Κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν, αλλά και στον λαϊκιστή του Brexit Νάιτζελ Φαράζ. Ο ίδιος ο Τζόνσον έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι θεωρεί οριστική την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε. στις 31 Οκτωβρίου, με ή χωρίς συμφωνία. Από τη μία πλευρά αυτό προκαλεί ανησυχία, καθώς αυξάνονται οι πιθανότητες για άτακτο Brexit. Από την άλλη πλευρά είναι γνωστό ότι ο Μπόρις Τζόνσον ποτέ δεν είχε πρόβλημα να αλλάξει γνώμη.