Skip to main content

Κ. Μποτόπουλος στη «Ν»: Φάουλ της κυβέρνησης με τη δικαιοσύνη

Αντιδράσεις έχει προκαλέσει η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να διενεργήσει τις πρόωρες εκλογές τελικά στις 7 Ιουλίου και να επισπεύσει τον ορισμό της νέας ηγεσίας της δικαιοσύνης η οποία ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 30 Ιουνίου. «Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να απόσχει από οποιαδήποτε ενέργεια με εκλογική επιρροή κατά την προεκλογική περίοδο», εξηγεί στη «Ν» ο Συνταγματολόγος Κώστας Μποτόπουλος, ο οποίος επικαλείται τρεις δέσμες αρχών όπως απορρέουν από το Σύνταγμα. Ακολουθεί η γνωμοδότηση του κ. Μποτόπουλου, μετά από σχετική ερώτηση της «Ν»:

Δικαιοσύνη, ανεξαρτησία και εκλογές

Από πολιτική αλλά και συνταγματική άποψη, δεν χωρεί αμφιβολία πως η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να απόσχει από οποιαδήποτε ενέργεια με εκλογική επιρροή κατά την προεκλογική περίοδο. Η περίοδος αυτή κατ’ ουσίαν άρχισε από τη στιγμή που ο Πρωθυπουργός προανήγγειλε, το βράδυ των ευρωεκλογών, την απόφαση για παραίτηση της κυβέρνησης και διενέργεια πρόωρων εθνικών εκλογών. Οι θεσμικοί κανόνες της κυβερνητικής ουδετερότητας κατά την προεκλογική περίοδο και της μη δέσμευσης της επόμενης κυβέρνησης, όποια και να είναι αυτή, με πολιτικές αποφάσεις που θα μπορούσε να πάρει εκείνη, βρίσκουν πλήρη εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση.

Ειδικά για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, τρεις δέσμες αρχών συγκλίνουν αποφασιστικά στη διατύπωση άποψης περί απαγόρευσης λήψης σχετικής απόφασης από την παρούσα κυβέρνηση.

Πρώτον, ο θεμελιώδης κανόνας ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και των δικαστών (άρθρο 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος), που θα δεχόταν ισχυρό πλήγμα εφόσον τέτοια επιλογή γινόταν σε οιονεί προεκλογικό περίοδο και παρά την ανάδειξή του σε μείζονος σημασίας θεσμικό θέμα.

Δεύτερον, θα παραβιαζόταν ο κανόνας της ουδετερότητας της Διοίκησης κατά την περίοδο που οδηγεί σε εκλογές, καθώς και της αυτονόητης αποφυγής  δέσμευσης της επόμενης κυβέρνησης, αλλά και της λειτουργίας των θεσμών, με πράξεις που λαμβάνουν χώρα κατά το εντελώς τελικό στάδιο μιας κυβερνητικής θητείας.

Τρίτον, η επίσπευση της ως άνω πρωτοβουλίας, εφόσον κανονικά η θητεία των υπό αντικατάσταση δικαστών λήγει στις 30 Ιουνίου, δημιουργεί δικαιολογημένη υπόνοια παρέμβασης στην κανονική διαδικασία και άρα τεκμήριο βούλησης της κυβέρνησης να δράσει προς ίδιο όφελος και να πλήξει τη δικαστική ανεξαρτησία.  

Η κυβέρνηση, μετά από μια -μεμονωμένη όπως όλα δείχνουν- θετική έκπληξη με την επιλογή της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, δείχνει να γυρνά στις κακές της συνήθειες και γι’ αυτό όλα τα δεδομένα είναι, δυστυχώς, ανοιχτά. Εφόσον προβεί σε μια τέτοια αντιθεσμική επιλογή ανώτατων δικαστών, η πράξη νομικά μεν δεν είναι αυτομάτως άκυρη, μπορεί όμως να προσβληθεί δικαστικά και επίσης να θεωρηθεί πολιτικά αναστρέψιμη από την επόμενη κυβέρνηση. Υπάρχει βέβαια και μια κρίσιμη ασφαλιστική δικλίδα, εφόσον για το διορισμό των ανωτάτων δικαστικών απαιτείται διάταγμα με προεδρική προσυπογαφή: η δικλίδα αυτή λέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ένας συνταγματολόγος Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα δεχτεί να συμπράξει σε μια τόσο βαριά θεσμική εκτροπή, εδικά στο χώρο της Δικαιοσύνης.

naftemporiki.gr