Skip to main content

Ιταλία και Λιβύη επανεξετάζουν σύμφωνο επενδύσεων με στόχο τον έλεγχο μεταναστευτικών ροών

Την ανανέωση ενός συμφώνου του 2008 με το οποίο η Ρώμη είχε δεσμευτεί σε επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων με αντάλλαγμα συμβόλαια ενέργειας και τον έλεγχο της παράνομης μετανάστευσης από τη Βόρεια Αφρική,  συζήτησαν χθες η Ιταλία και η Λιβύη, σύμφωνα με το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών.

Το αρχικό σύμφωνο είχε υπογραφεί από τον τότε πρωθυπουργό της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι και τον πρώην ηγέτη της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι, προτού εκδιωχθεί ο Καντάφι και επέλθει το χάος στη Λιβύη.

Η κατάρρευση της Λιβύης, όπου οι διακινητές ανθρώπων έχουν εκμεταλλευτεί την κατάσταση για να στριμώξουν ανθρώπους που εγκαταλείπουν τον πόλεμο και τη φτώχια σε ακατάλληλα πλοιάρια, έχουν συντείνει στη χειρότερη μεταναστευτική κρίση της Ευρώπης από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι συνομιλίες για το «σύμφωνο φιλίας» του 2008 επανενεργοποιήθηκαν από τον Μοχάμεντ Σιάλα, υπουργό Εξωτερικών στην νέα κυβέρνηση ενότητας που υποστηρίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη, και τον Ιταλό ομόλογό του Πάολο Γκεντιλόνι στη Ρώμη χθες.

Η Δύση βασίζεται στη λιβική κυβέρνηση ενότητας, για την αντιμετώπιση της βίας των οπλισμένων ομάδων και των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους και την ανάσχεση της ροής μεταναστών στη Μεσόγειο. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανησυχούν για το ενδεχόμενο να συγκεντρωθούν μεγάλες μάζες μεταναστών στη Λιβύη, αλλά τονίζουν ότι η ρευστότητα στην περιοχή αποτρέπει τη δυνατότητα να υπογραφεί συμφωνία όπως αυτή με την Τουρκία.

Οι νέοι ηγέτες της Λιβύης δεν ελέγχουν ουσιαστικά ακόμα την πρωτεύουσα Τρίπολη, και οι λιμενικές αρχές της χώρας έχουν δυσκολευτεί στο παρελθόν να ελέγξουν τα ύδατά της.

Ο Μπερλουσκόνι και ο Καντάφι είχαν παρουσιάσει τη σύμφωνο του 2008 ως αποζημίωση για την ιταλική αποικιοκρατία στη χώρα από το 1911 έως 1943. Την εποχή εκείνη η Ιταλία σκόπευε να επενδύσει 200 εκατομμύρια δολάρια (177 εκατ. ευρώ) το χρόνο σε διάφορα έργα που περιλάμβαναν κατασκευή δρόμων και καθαρισμό από νάρκες για τα επόμενα 25 χρόνια, με συνολικό κόστος 5 δισ. δολάρια (4,4 δισ. ευρώ).