του Γιώργου Δ. Παυλόπουλου
Τα αιματηρά γεγονότα του Σαββάτου στο Κουμάνοβο, στον βορρά της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ), όπου δυνάμεις της αστυνομίας και Αλβανοί ένοπλοι συγκρούονταν για ώρες, γεννούν φόβους για νέα αποσταθεροποίηση στη Βαλκανική Χερσόνησο, η οποία αποτελεί θέατρο εθνικών αντιπαραθέσεων από την εποχή της δημιουργίας εθνικών κρατών, μετά τη σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Της σύγκρουσης στο Κουμάνοβο είχε προηγηθεί εισβολή ενόπλων από το Κόσοβο και επίθεση σε αστυνομικό σταθμό στο χωριό Γκόσιντσε, στις 21 Απριλίου.
Εθνικές ισορροπίες
Στην ΠΓΔΜ πλειοψηφική εθνότητα είναι οι Σλαβομακεδόνες, μικρό σλαβικό έθνος συγγενικό κυρίως με τους Βούλγαρους και δευτερευόντως με τους Σέρβους. Σύμφωνα με την απογραφή του 2002, αποτελούν το 64,2% των πολιτών της χώρας, ενώ η δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα της χώρας, οι Αλβανοί, αποτελούν το 25,2% επί του συνόλου του πληθυσμού.
Μετά την ανεξαρτητοποίηση της ΠΓΔΜ από την ενιαία Γιουγκοσλαβία, το 1991, που έδωσε στους Σλαβομακεδόνες για πρώτη φορά στην ιστορία τους ξεχωριστή κρατική οντότητα, το αλβανικό στοιχείο διατηρούσε ξεχωριστές πολιτικές οργανώσεις, οι οποίες συμπεριλαμβάνονταν σχεδόν μόνιμα σε κυβερνήσεις συνεργασίας, ενώ, σε αντίθεση με το Κόσοβο, όπου οι σχέσεις Σέρβων και Αλβανών ήταν τεταμένες από τη δεκαετία του ’60, δεν είχαν υπάρξει σοβαρές συγκρούσεις σε εθνική βάση στον χώρο της μετέπειτα ΠΓΔΜ.
Ο καταλύτης Κόσοβο και ο αλβανικός εθνικισμός
Θρυαλλίδα για την ανάφλεξη στις περιοχές όπου πλειοψηφεί το αλβανικό στοιχείο, στα δυτικά της χώρας, ήταν η σύγκρουση στην αυτόνομη επαρχία της Σερβίας Κόσοβο, το 1996-1999, καθώς η αλβανική εθνικιστική ιδεολογία του UCK (Στρατός Απελευθέρωσης του Κοσόβου) αναγέννησε το όνειρο για τη «Μεγάλη Αλβανία», η οποία θα περιελάμβανε, πέραν του σημερινού αλβανικού κράτους, ολόκληρο το Κόσοβο, τις περιοχές της βορειοδυτικής και δυτικής ΠΓΔΜ όπου πλειοψηφούν οι Αλβανοί, την κοιλάδα του Πρέσεβο στη νότια Σερβία, καθώς και περιοχές του νότιου Μαυροβουνίου όπου υπάρχει αλβανικός πληθυσμός.
Η απόφαση μεγάλου μέρους της διεθνούς κοινότητας να επιτρέψει την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου, παρά το γεγονός ότι δεν είχε τέτοιο δικαίωμα από το γιουγκοσλαβικό σύνταγμα (αυτό το είχαν μόνον οι έξι ομόσπονδες δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας, δηλαδή η Σλοβενία, η Κροατία, η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο, η Σερβία και η ΠΓΔΜ) άνοιξε τον ασκό του Αιόλου.
Δημιουργήθηκαν έτσι ελπίδες σε μέρος του αλβανικού στοιχείου ότι μπορεί να πετύχει ανάλογη ανεξαρτητοποίηση από την ΠΓΔΜ και τελικά να ενωθεί σε ενιαία κρατική οντότητα με τους υπόλοιπους αλβανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής γύρω από την Αλβανία. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η προσωρινή διαμονή δεκάδων χιλιάδων Αλβανών του Κοσόβου ως προσφύγων, το 1999, στην ΠΓΔΜ, κατά την περίοδο της επίθεσης του σερβικού καθεστώτος Μιλόσεβιτς για το ξεκαθάρισμα του UCK, που όξυνε τις σχέσεις μεταξύ του σλαβομακεδονικού και του αλβανικού στοιχείου.
Η εξέγερση του 2001
Ουσιαστικά με την παρότρυνση και τη βοήθεια δυνάμεων από το Κόσοβο, αλβανικές ένοπλες ομάδες άρχισαν ένοπλη εξέγερση η οποία διήρκεσε από τον Ιανουάριο μέχρι τον Νοέμβριο του 2001 στη βορειοδυτική ΠΓΔΜ, η οποία αντιμετωπίστηκε από τον στρατό και την αστυνομία της χώρας, χωρίς να υπάρξει ωστόσο γενική κλιμάκωση και με υποχωρήσεις, ώστε να μην διχαστεί πλήρως η χώρα.
Οι απώλειες από την πλευρά των Αλβανών αποσχιστών ήταν 86 μαχητές και 60 άμαχοι, ενώ τη ζωή τους έχασαν 75 στρατιώτες της ΠΓΔΜ και 10 άμαχοι Σλαβομακεδόνες.
Τελικώς, με τη Συμφωνία της Οχρίδας, που υπογράφηκε στις 13 Αυγούστου του 2001, πριν ακόμη λήξουν οριστικά οι συγκρούσεις, οι Αλβανοί της ΠΓΔΜ κέρδισαν να καθιερωθεί η γλώσσα τους ως δεύτερη επίσημη στους δήμους όπου έχουν ισχυρή παρουσία, ενώ αποφάσεις οι οποίες τους αφορούν απαιτούν στη Βουλή όχι μόνον απλή πλειοψηφία, αλλά και πλειοψηφία των βουλευτών των αλβανικών μειονοτικών κομμάτων.
Τα αλβανικά μειονοτικά κόμματα
Ο πολιτικός ηγέτης του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού των Αλβανών της ΠΓΔΜ, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, Αλί Αχμέτι, ίδρυσε πολιτικό κόμμα, τη Δημοκρατική Ένωση για την Ολοκληρωμένη Ένταξη και συγκυβερνά τόσο με κεντροαριστερές, όσο και με κεντροδεξιές δυνάμεις της ΠΓΔΜ από το 2002 και εξής, με ένα «διάλειμμα» μεταξύ 2006 και 2008.
Στην Εθνοσυνέλευση της ΠΓΔΜ, πέραν του κόμματος του κ. Αχμέτι, που σε σύνολο 123 εδρών, κατέχει 19, εκπροσωπούνται δύο ακόμη κόμματα της μειονότητας, το Δημοκρατικό Κόμμα των Αλβανών με 7 έδρες και η Εθνική Δημοκρατική Αναγέννηση, με 2 έδρες.
Πολλοί Αλβανοί κάτοικοι της ΠΓΔΜ θεωρούν την εθνικιστική γραμμή του κεντροδεξιού – δεξιού πρωθυπουργού Νίκολα Γκρούεφσκι, που προσπαθεί να συνδέσει τη σημερινή ταυτότητα της χώρας του με την αρχαία Μακεδονία ως προσπάθεια παραγκωνισμού τους από το εθνικό αφήγημα, ενώ αντιδρούν και στην υιοθέτηση σύνθετου ονόματος με εθνοτικό προσδιορισμό για τη χώρα (π.χ. Σλαβομακεδονία), καθώς θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα τους καθιστούσε πολίτες β’ κατηγορίας.
Το «τρίγωνο» Αλβανία – Κόσοβο – Σερβία
Το τελευταίο διάστημα, Αλβανία και Κόσοβο έχουν απευθύνει εμμέσως την απειλή προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι θα ενωθούν σε ενιαίο κράτος εάν δεν προωθηθούν οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες του Κοσόβου και η πλήρης αναγνώρισή του.
Η προοπτική αυτή βρίσκει σφόδρα αντίθετη τη Σερβία, η οποία καλεί εμμέσως σε κοινό μέτωπο αναχαίτισης του σχεδίου της Μεγάλης Αλβανίας τους πλειοψηφικούς Σλαβομακεδόνες (που είναι κυρίως χριστιανοί ορθόδοξοι) και την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ, καθώς και τους Σερβοβόσνιους, οι οποίοι διατηρούν ξεχωριστές ομόσπονδες κυβερνητικές δομές εντός της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης, ενώ ανησυχία επικρατεί και στο επίσης ορθόδοξο Μαυροβούνιο.
Ωστόσο, πολλοί θυμίζουν ότι και η πολιτική της «Μεγάλης Σερβίας», η οποία απάντησε στον αλβανικό εθνικισμό στο Κόσοβο με σκληρή βία και κατά αμάχων, ενώ νωρίτερα είχε ενισχύσει τους Σερβοβόσνιους σε πράξεις εθνοκάθαρσης κατά Βόσνιων μουσουλμάνων και Κροατών στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και σε περιοχές της Κροατίας, φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το ντόμινο που ακολούθησε στην ευρύτερη περιοχή.
Η ίδια η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της ΠΓΔΜ θεωρεί ότι τα εμπόδια που έχουν τεθεί στην πορεία της χώρας προς διεθνείς οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το NATO, κυρίως από την Ελλάδα λόγω του ζητήματος της ονομασίας, ενισχύουν τις φυγόκεντρες τάσεις και τις εθνικιστικές εντάσεις στο εσωτερικό της.
Η πολιτική κρίση του 2015
Παρ’ όλα αυτά, μεγάλο ρόλο στο εσωτερικό «ντόμινο» έχει παίξει η ίδια η πολιτική αναταραχή εντός της ΠΓΔΜ τους τελευταίους μήνες. Η κεντροδεξιά – δεξιά κυβέρνηση του VMRO-DPMNE (61 από τις 123 έδρες στο κοινοβούλιο) του Ν. Γκρούεφσκι έχει γίνει στόχος αποκαλύψεων από πλευράς της κεντροαριστερής αξιωματικής αντιπολίτευσης (Σοσιαλδημοκρατική Ένωση – 34 έδρες), που έχει στα χέρια της σειρά απόρρητων τηλεφωνικών συνομιλιών στις οποίες πρωταγωνιστεί ο πρωθυπουργός και οι οποίες τον καθιστούν υπόλογο για σκάνδαλα νοθείας στις εκλογές, αλλά και για διαφθορά. Η αντιπολίτευση κατηγορεί επίσης τον κ. Γκρούεφσκι ότι παρακολουθούσε 20.000 πολίτες της χώρας.
Η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ αρνείται να απαντήσει επί της ουσίας στις καταγγελίες και κάνει λόγο για σχέδιο ξένων δυνάμεων, οι οποίες κατά την ίδια έχουν προμηθεύσει το υλικό των απόρρητων συνομιλιών στον ηγέτη της αντιπολίτευσης, Ζόραν Ζάεφ. Ο τελευταίος σημειώνει ότι οι συνομιλίες περιήλθαν στα χέρια του από «πατριώτες αξιωματούχους» των υπηρεσιών Πληροφοριών της χώρας, που θέλουν να αποτρέψουν την πολιτική μονοκρατορία του κ. Γκρουέφσκι. Έχει αφήσει επίσης υπόνοιες ότι η αναζωπύρωση των εθνικών εντάσεων στο εσωτερικό της χώρας πιθανόν να εντάσσεται σε μια προσπάθεια της κυβερνώσας παράταξης να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας μακριά από τα σκάνδαλα που ταλανίζουν την κεντρική πολιτική σκηνή.
Δύση και Ανατολή
Οι χώρες της Δύσης, μέσω των πρέσβεών τους στα Σκόπια, έχουν ζητήσει από την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ να λάβει θέση επάνω στις καταγγελίες της αντιπολίτευσης και να ξεκαθαρίσει τα ζητήματα, προειδοποιώντας ουσιαστικά ότι σε αντίθετη περίπτωση τίθεται εν αμφιβόλω η πορεία της χώρας προς διεθνείς οργανισμούς και ενώσεις.
Μια νέα αναζωπύρωση των εθνικών εντάσεων, ωστόσο, σε συνδυασμό με δυτικές πολιτικές πιέσεις, θα μπορούσε να οδηγήσει την πλειοψηφική εθνότητα της ΠΓΔΜ και κυρίως τον εθνικιστή πρωθυπουργό Γκρούεφσκι σε αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού προς ανατολάς, ειδικά εάν αποδεχθεί τη λογική ενός μετώπου συμμαχίας με τη Σερβία, χώρα που διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με τη Ρωσία, στο όνομα της αναχαίτισης του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού.