Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν παρουσίασε την Τετάρτη σχέδιο γιγαντιαίας επένδυσης για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της χώρας και το μεγαλύτερο πρόγραμμα αύξησης της απασχόλησης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το πρόγραμμα των 2 τρις .δολαρίων προβλέπει να ανοικοδομήσει δεκάδες χιλιάδες μίλια ερειπωμένων δρόμων και σιδηροτροχιών, θα εκσυγχρονίσει λιμάνια και αεροδρόμια, θα ενισχύσει την απασχόληση και τη στέγαση, θα επεκτείνει την ευρυζωνική πρόσβαση και θα επιταχύνει τη μετάβαση σε μια πιο φιλική προς το κλίμα οικονομία.
Μετά από χρόνια ατελείωτων «εβδομάδων υποδομής» στο πουθενά, ο Τζο Μπάιντεν στοχεύει τώρα στο φεγγάρι, σχολιάζει το gzeromedia.
Πρόκειται για την πιο φιλόδοξη ατζέντα των ΗΠΑ στο κομμάτι των υποδομών εδώ και πολλές δεκαετίες. Και ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό οτιδήποτε προσπάθησαν να κάνουν οι δύο προκάτοχοί του. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν έχει επιχειρήσει να κάνει κάτι ανάλογο, τουλάχιστον από την εποχή της κατασκευής του διακρατικού συστήματος αυτοκινητοδρόμων τη δεκαετία του 1950.
Με κάποιο τρόπο προκαλεί, το σχέδιο του Μπάιντεν προκαλεί τη σύγκριση με τα σημαντικά προγράμματα δημοσίων έργων της «Νέας Συμφωνίας» του Ρούσβλετ ή με τους κοινωνικούς στόχους των προγραμμάτων της «Μεγάλης Κοινωνίας» του Λίντον Τζόνσον.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πρόταση του Μπάιντεν δεν είναι απλώς η κατασκευή σιδηροδρόμων, γεφυρών, αιολικών πάρκων, κτλ. Είναι μια τολμηρή προσπάθεια αναβίωσης μιας κάποτε ισχυρής ιδέας στην Αμερική: ότι η κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να ενεργεί εκτεταμένα για να αναμορφώσει και να βελτιώσει την κοινωνία γενικότερα.
Η πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου μέσω του Κογκρέσου θα ανέτρεπε μια τάση σχεδόν 40 ετών στην αμερικανική ζωή. Η επέκταση της υγειονομικής περίθαλψης του Ομπάμα αποτελεί μια από τις μοναδικές εξαιρέσεις – και κατά συνέπεια εξαιρετικά αμφισβητούμενες, σχολιάζει το gzeromedia.
Για αρχή, το σχέδιο του Μπάιντεν αποτελεί πολιτική νίκη. Τα τρία τέταρτα των Αμερικανών υποστηρίζουν την αλλαγή στις υποδομές της χώρας. Παρά το γεγονός ότι είναι η πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, οι ΗΠΑ κατατάσσονται μόλις η 13η χώρα στην συνολική ποιότητα των υποδομών.
Αλλά όπως πάντα, υπάρχουν επίσης έντονες κομματικές διαφορές εδώ. Η πλειοψηφία των Δημοκρατικών και των ανεξάρτητων υποστηρίζουν την αύξηση της φορολογίας στους πλούσιους ώστε να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότηση για τις επενδύσεις στις υποδομές, ενώ η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών είτε αντιτίθεται εντελώς στις νέες δαπάνες υποδομών είτε πιστεύει ότι θα πρέπει να πληρωθούν χωρίς αύξηση φόρων.
Στο Κογκρέσο, οι ηγέτες των Ρεπουμπλικανών δεν θα συμμετάσχουν σε ένα σχέδιο αυτού του μεγέθους, κυρίως επειδή οραματίζεται μια σημαντική αύξηση εταιρική φορολόγηση και περιέχει περισσότερες πράσινες πρωτοβουλίες από ό,τι είναι έτοιμο να δεχτεί το τρέχον σε μεγάλο βαθμό, σκεπτικιστικό στο κλίμα ΑΕΠ.
Ωστόσο, όσο πρόβλημα αποτελεί το ΑΕΠ άλλο τόσο αποτελούν και οι ίδιοι οι Δημοκρατικοί καθώς υπάρχει ήδη μια διαμάχη μέσα στο κόμμα για τα σχέδια των δαπανών. Οι προοδευτικοί, με επικεφαλής άτυπα την εκπρόσωπο της Νέας Υόρκης Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, βρίσκονται ήδη «στα όπλα» επειδή πιστεύουν ότι το σχέδιο είναι πολύ μικρό. Πιστεύουν δηλαδή ότι αντί να ξοδέψουν 2 τρισ. δολάρια σε μια δεκαετία, είναι προτιμότερο να ξοδέψουν πέντε φορές περισσότερα την ίδια περίοδο. Όμως οι μετριοπαθείς- συμπεριλαμβανομένων των κρίσιμων Δημοκρατικών της Γερουσίας, Τζο Μάντσιν της Δυτικής Βιρτζίνια και της Κίρστεν Σίνεμα της Αριζόνα – ήδη απορρίπτουν το κόστος και τις πιθανές αυξήσεις των φόρων.
Και ενώ η υγειονομική κρίση που υπογράμμισε την ανάγκη να αποτραπούν οι θάνατοι εξομάλυνε τις διασπάσεις μεταξύ των κομμάτων όταν αφορούσε το νομοσχέδιο για τις συνέπειας της πανδημίας, αυτό το σχέδιο θα πυροδοτήσει μια πολύ πιο σκληρή μάχη για την ψυχή του Δημοκρατικού Κόμματος.
naftemporiki.gr