Skip to main content

Ολόκληρη η ομιλία του Γιούνκερ στην ελληνική Βουλή

Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας του προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ στην Ολομέλεια του ελληνικού Κοινοβουλίου:

«Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας, κύριε Πρωθυπουργέ, κύριε Πρόεδρε της Βουλής, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, όλοι καλοί και παρόντες. Χαιρετίζω όλους τους φίλους. Κατά κάποιον τρόπο, νομίζω ότι η παρουσία μου εδώ με τρόπο οικουμενικό δίνει το στίγμα της σημασίας όλης αυτής της παρέμβασης.

Κύριε Πρόεδρε της Βουλής, είμαι ιδιαιτέρως χαρούμενος και αισθάνομαι τιμή που μπορώ να απευθυνθώ στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Πραγματικά χαίρομαι που μπορώ να λάβω τον λόγο σε αυτόν τον πραγματικό Ναό της Δημοκρατίας, όπου εκπροσωπείται ο ελληνικός λαός και που εκφράζεται η βούλησή του με τρόπο πολύ ειλικρινή και πολύ ευθύ, όπως ξέρουμε.

Η Ελλάδα είναι ένα μεγάλο έθνος, με έναν εξαιρετικό πολιτισμό, στον οποίο όλοι εμείς οι Ευρωπαίοι οφείλουμε πολλά. Η Ελλάδα είναι, πράγματι, το λίκνο της πολιτικής ιδέας της Δημοκρατίας. Εδώ γεννήθηκε ο θεσμός της Δημοκρατίας, εδώ που ενσωματώνεται και βιώνεται μέχρι σήμερα.

Για μένα, ξέρετε, η Ελλάδα δεν είναι μόνο οι αρχαίοι φιλόσοφοι, είναι και ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μελίνα Μερκούρη, οι οποίοι πιο πολύ και καλύτερα από κάθε άλλον είχαν καταλάβει ότι οι πολιτισμοί μας με όλη τους την ποικιλότητα και τον πλούτο τους είναι το βάθρο της ενότητας των λαών της Ευρώπης.

Η Ελλάδα για μένα είναι, επίσης, όλες αυτές οι γυναίκες και όλοι αυτοί οι άντρες -που έστω από μακριά παρατηρούσα, όταν ήμουν νέος- οι οποίοι κατάφεραν να πουν «όχι» στο καθεστώς των Συνταγματαρχών. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία, όταν πια δεν μπορούμε να λέμε μόνο «ναι» σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας.

Και οι Έλληνες κατέδειξαν ήδη σε ολόκληρο τον κόσμο, σε ολόκληρο τον πλανήτη, ότι πραγματικά θέλησαν να δημιουργήσουν ιστορία και όχι να την υφίστανται. Έτσι δομήθηκε η Ευρώπη, μέσα από τη θέληση όλων εκείνων που, προερχόμενοι από το πεδίο των μαχών και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1945, αρνήθηκαν να σκύψουν το κεφάλι και επέλεξαν να είναι «αρχιτέκτονες» και όχι «σκλάβοι» της ιστορίας.

Ναι, σε όλη μου την πολιτική ζωή ήθελα και παρέμεινα πιστός φίλος της Ελλάδας, και  ιδιαιτέρως όταν αλλού στην Ευρώπη δεν δίστασαν κάποιοι δημαγωγοί και λαϊκιστές να θέλουν να βγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη, κάτι το οποίο μονίμως αρνιόμουν.

Από την πλευρά μου, άλλωστε, πάντοτε φρόντιζα να μιλάω ανοιχτά και με ειλικρίνεια στους Έλληνες, σεβόμενος καταρχήν την αξιοπρέπειά τους. Γιατί για εμένα το ουσιώδες ανέκαθεν ήταν η τύχη και η μοίρα του ελληνικού λαού, και ιδιαιτέρως των πιο ταπεινών και των πιο ευάλωτων ανάμεσά τους.

Θα ήθελα, λοιπόν, με θέρμη και πολύ συναισθηματισμό να απευθυνθώ στον ελληνικό λαό και να χαιρετίσω το κουράγιο του και τη θέληση που έδειξε. Πραγματικά, οι Έλληνες ανέκαθεν επεδείκνυαν μεγάλη θέληση να ξεπερνούν όποια εμπόδια τούς έφερε μπροστά τους η ιστορία.

Πραγματικά, με τιμά και συγκινούμαι που έχω το προνόμιο να είμαι ο πρώτος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει τη χαρά να απευθύνεται στους εκπροσώπους ενός λαού που τόσο πολύ αγαπώ, ιδίως μετά από τόσα χρόνια δοκιμασίας, προγραμμάτων λιτότητας, με την Ελλάδα να μπορεί πλέον να σηκώνει κεφάλι και να γυρίζει σελίδα.

Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει πλέον στην ιστορία της Ελλάδος. Αυτό το σημείο θα είναι κρίσιμο για την Ελλάδα. Θα είναι κρίσιμο και για την Ευρώπη. Διότι σίγουρα η Ελλάδα και η Ευρώπη είναι αδιαχώριστες και, όπως έλεγε και ο Γάλλος φιλόσοφος Μπλεζ Πασκάλ, «αγαπώ τα πράγματα που πάνε μαζί». Βέβαια, η Ελλάδα και η Ευρώπη πάνε μαζί, τώρα και για πάντα.

Ανέκαθεν σκεφτόμουν ότι η Ευρώπη είναι μεγάλη υπόθεση. Είναι και μεγάλη περιπέτεια, αλλά και μεγαλόπνοο σχέδιο. Πάντοτε θεωρούσα ότι Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα θα ήταν ένα οικοδόμημα ατελές. Και η Ελλάδα χωρίς την Ευρώπη θα ήταν μια χώρα όπως οποιαδήποτε άλλη, ενώ η Ελλάδα δεν είναι μια οποιαδήποτε χώρα.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ήδη από το 1959, δύο μόλις χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη χώρα που ζήτησε να γίνει συνδεδεμένο μέλος αυτού που τότε αναφερόταν ως «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα». Αυτή, λοιπόν, η Συμφωνία της Ένωσης που υπεγράφη το 1961 ανεστάλη έξι χρόνια αργότερα, μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών το ’67, για να μπορέσει στη συνέχεια να επανεργοποιηθεί το ’74.

Θα μου επιτρέψετε πλέον σήμερα να έχω μια ιδιαίτερη σκέψη και συγκίνηση για τον άνθρωπο εκείνο που εδώ και είκοσι χρόνια δεν είναι πια ανάμεσά μας, για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος ήταν μεγάλος δημοκράτης και ένας ένθερμος υπερασπιστής της ελληνικής ενότητας, ένας Ευρωπαίος πεπεισμένος, ο οποίος κατάφερε να γίνει η Ελλάδα το δέκατο κράτος μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Από την πλευρά μου, έζησα όλες τις μεγάλες στιγμές του ευρωπαϊκού περίπλου της Ελλάδας. Θυμάμαι ιδιαιτέρως ότι βρισκόμουν στην Αθήνα την 16η Απριλίου του 2003, κατά την τέταρτη ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την υπογραφή των Συνθηκών προσχώρησης των δέκα νέων κρατών μελών. Ήταν για εμένα μια στιγμή πολύ συγκινητική και αξέχαστη, γιατί σηματοδότησε τη συμφιλίωση της ιστορίας και της ευρωπαϊκής γεωγραφίας. Αν θέλετε, ήταν η απόληξη ενός δρόμου που μας οδήγησε -αν μου επιτρέπεται να το πω- από το Λουξεμβούργο στην Αθήνα, μιας και στο Λουξεμβούργο ήταν, υπό τη Λουξεμβούργια Προεδρία του Συμβουλίου της Ένωσης, τον Δεκέμβρη του ’97 που για πρώτη φορά τέθηκαν οι βασικές αρχές αυτής της διεύρυνσης.

Καθώς έχουμε τα μάτια στραμμένα προς ένα μέλλον και με την προοπτική της ολοκλήρωσης της Ευρώπης με την ένταξη των Βαλκανίων, και πάλι μπορούμε να υπολογίζουμε την Ελλάδα. Διότι πέρα από τις μεγάλες της αρετές, η Ελλάδα έχει και ιστορικές και γεωγραφικές ιδιαιτερότητες που δεν έχουν οι άλλες χώρες της Ευρώπης. Η Ελλάδα αποτελεί έναν από τους πυλώνες της σταθερότητας στα Βαλκάνια. Εσείς καλύτερα από κάθε άλλον γνωρίζετε την ταραχώδη ιστορία αυτής της περιοχής· περιοχής που υπέφερε πολλά. Ξέρετε ότι τα δυτικά Βαλκάνια έχουν ανάγκη αυτήν την ευρωπαϊκή προοπτική για να μην επαναληφθούν τα δράματα εκείνα που βιώσαμε κατά τη δεκαετία του ’90.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, πραγματοποίησα επισκέψεις σε όλους τους εταίρους των δυτικών Βαλκανίων και υπενθύμισα σε καθέναν από αυτούς ότι θα κριθούν επί τη βάσει των αρετών τους ο καθένας, που εμείς από την πλευρά μας θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε. Και όλα αυτά παίζουν ρόλο για τη σταθερότητα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα τα προβλήματα εκείνα, ιδίως οι αντιπαραθέσεις στα σύνορα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν διμερείς συγκρούσεις, θα πρέπει οπωσδήποτε να επιλυθούν πριν από οποιαδήποτε προσχώρηση.

Για να είμαι απόλυτα σαφής, θα ήθελα να πω ότι όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε –μόλις μια βδομάδα ήταν- την έναρξη διαπραγματεύσεων προσχώρησης για την Αλβανία, αλλά και τη ΠΓΔΜ, αυτό δεν σημαίνει ότι από την πλευρά μας έχουμε δώσει μια ημερομηνία στην οποία θα ξεκινήσουν αυτές οι διαπραγματεύσεις διεύρυνσης και ένταξης. Ούτε καν έχει τεθεί τέτοια ημερομηνία ένταξης.

Προσοχή δεν θα πρέπει να στηριζόμαστε σε μη ρεαλιστικές εξαγγελίες. Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά. Όλοι θα κριθούν με βάση αντικειμενική, επί τη βάσει της δικής τους αξίας και του κατά πόσο πληρούν τα κριτήρια.

Να πω, επίσης, κύριε Πρόεδρε, ενώπιων του Κοινοβουλίου σας κάτι που είπα όταν προσφάτως βρισκόμουν στα Σκόπια, όπου τέθηκε το ζήτημα του ονόματος της χώρας αυτής.

Σε μένα δεν προσήκει να σας δώσω κάποια κατεύθυνση, ούτε καν ιδέες, ούτε καν προσανατολισμούς όσον αφορά ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να διευθετηθεί οπωσδήποτε μεταξύ σας. Όμως, επιτρέψτε μου, εν πάση περιπτώσει, να υπογραμμίσω το επείγον που χαρακτηρίζει την εξεύρεση μιας λύσης στο πρόβλημα, δεδομένου ότι σε αυτήν την περίπλοκη περιφέρεια -και έχω στον νου μου τα λόγια του Τσώρτσιλ- «εδώ παράγεται περισσότερη ιστορία από όση μπορεί να καταναλωθεί». Τόσο μεγάλη και πολλή είναι.

Κύριε Πρόεδρε, γνώρισα την Ελλάδα σε στιγμές έντονα συγκινησιακά φορτισμένες. Μαζί με την Ελλάδα βίωσα κι εγώ, κάτι που σίγουρα ήταν έντονο, πολύ δυνατό και δεν ήταν πάντα εύκολο. Η χώρα σας βρέθηκε στο επίκεντρο αυτού που εγώ αποκαλώ «Ευρώπη της πολυ-κρίσης», κρίσης χρηματοοικονομικής, οικονομικής, κοινωνικής και μεταναστευτικής.

Κάθε φορά ήθελα και ήμουν προσηλωμένος στην ιδέα να υποστηρίξω την Ελλάδα σε δύσκολες στιγμές. Ανέκαθεν ήμουν πεπεισμένος ότι αν κάποια άλλη χώρα είχε βρεθεί στη θέση της Ελλάδας, αντιμέτωπη με τα ίδια κοινωνικά, χρηματοοικονομικά, διαρθρωτικά και μεταναστευτικά προβλήματα, ενδεχομένως δεν θα μπορούσε να τα είχε αντιμετωπίσει με τόσο κουράγιο και τόση αξιοπρέπεια, όπως το έπραξε ο ελληνικός λαός.

Όσον αφορά τις μεταναστευτικές ροές, ανέκαθεν έλεγα, συμπεριλαμβανομένης της εποχής που διεξήγαγα εκστρατεία για τις ευρωπαϊκές εκλογές το 2014, ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε την Ελλάδα μόνη της να διαχειριστεί το ζήτημα των προσφύγων.

Υπάρχουν χώρες στην Ευρώπη οι οποίες δεν δείχνουν να νοιάζονται και ιδιαίτερα για το πρόβλημα των προσφύγων. Νιώθουν ότι δεν τους επηρεάζει. Κι όμως, είτε είμαστε μέλη της Ένωσης ή δεν είμαστε, εάν μια χώρα γνωρίζει σοβαρά προβλήματα, όπως η Ελλάδα, οι υπόλοιπες χώρες υπέχουν υποχρέωση αλληλεγγύης απέναντι στην Ελλάδα και πρέπει να την συνδράμουν.

Οφείλω, επίσης, εδώ να υπογραμμίσω τη σημαντική προσπάθεια του Επιτρόπου κ. Αβραμόπουλου στη διαχείριση μιας πολιτικής αποτελεσματικής και αλληλέγγυας στον τομέα των μεταναστεύσεων. Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση χορήγησε ουσιαστική οικονομική και τεχνική βοήθεια στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει η χώρα αυτή μια άνευ προηγουμένου ροή προσφύγων.

Η Ελλάδα έκανε πολλά ιδίως προκειμένου να διασφαλίσει την καλή λειτουργία της συμφωνίας μας με την Τουρκία. Γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι αυτό ιδίως σε μια στιγμή που η Τουρκία συνεχίζει να διαπράττει παράνομες πράξεις στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου. Όταν προσφάτως συναντηθήκαμε με τον Πρόεδρο Ερντογάν στη Βάρνα, στη Βουλγαρία, του υπενθυμίσαμε απερίφραστα την υποχρέωση που υπέχει η Τουρκία να σέβεται το διεθνές δίκαιο και τις σχέσεις καλής γειτονίας και να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης προφανώς και της Κύπρου.

Μην ξεχνάμε σήμερα και τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς οι οποίοι παραμένουν φυλακισμένοι στην Τουρκία. Και να μη μου λένε ότι η παρουσία δύο Ελλήνων στρατιωτών σε τουρκικό έδαφος αποτελεί απειλή για την ασφάλεια της Τουρκίας. Πρέπει οπωσδήποτε αυτοί οι δύο Έλληνες στρατιώτες να απελευθερωθούν.

Θα ήθελα, επίσης, να πω ότι έχω μεγάλο θαυμασμό για τη δέσμευση πολλών Ελλήνων που ήρθαν αυθόρμητα να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, ανοίγοντάς τους τις καρδιές τους και τα σπίτια τους, ενώ ακόμη και οι ίδιοι οι Έλληνες διανύουν μια περίοδο τόσο πολύ δύσκολη κατά τη διάρκεια της οποίας έπρεπε να κάνουν πάρα πολλές θυσίες.

Ήμουν Πρόεδρος του Eurogroup όταν τον Μάιο του 2010 η Ελλάδα συντεθλιμμένη υπό το βάρος του δημοσίου χρέους έγινε η πρώτη χώρα της Ευρωζώνης η οποία τέθηκε υπό πρόγραμμα χρηματοοικονομικής βοήθειας.

Και όταν εντωμεταξύ έγινα Πρόεδρος της Επιτροπής, ζήσαμε όλοι μαζί δύσκολες ώρες με κάποιες μικρές προόδους, κάποια πισωγυρίσματα και πολλές διάφορες διακυμάνσεις, που σίγουρα με αρκετό δράμα και πολλή προσπάθεια κατέληξαν τελικά τον Αύγουστο του 2015 σε μια συμφωνία.

Μέσα σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια επέμεινα ιδιαίτερα επί της κοινωνικής διάστασης, που είναι πολύ απαραίτητη και για τη χώρα αυτή και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η κοινωνική διάσταση και η κοινωνική προστασία είναι τα φτωχά παιδιά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Γι’ αυτό και θέλησα να δημιουργηθεί ένας ασφαλής χώρος κοινωνικών δικαιωμάτων ακριβώς για να μπορέσει να υπάρξει προστασία όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Θα ήθελα, επίσης, να πω δυο λόγια για το πρόγραμμα της Ευρώπης που φέρει το όνομά μου, το Πρόγραμμα «Γιούνκερ».

Στην αρχή πολλοί ήταν εκείνοι που θεωρούσαν ότι θα ήταν μια πλήρης αποτυχία, γιατί εκείνοι οι οποίοι το έλεγαν αυτό θα ήταν και υπεύθυνοι. Ωστόσο, τώρα που είναι αυτό μια επιτυχία και με τις επενδύσεις να ενθαρρύνονται, τι έχουν να πουν; Δεν μιλούν πλέον για το Σχέδιο Γιούνκερ αλλά για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων, αλλά είναι ακριβώς το ίδιο.

Έχει κινητοποιήσει, μέχρι τώρα, 284 δισεκατομμύρια επενδύσεων σε όλη την Ευρώπη, εκ των οποίων 9,2 δισεκατομμύρια μόνο και μόνο για την Ελλάδα, η οποία εμφανίζεται πρώτη μεταξύ εκείνων που αξιοποίησαν το εν λόγω Σχέδιο που φέρει το όνομά μου.

Κατά τη διάρκεια αυτών των οκτώ δύσκολων χρόνων, η φιλία μου για την Ελλάδα δεν είχε το όμοιό της παρά μόνο στον θυμό που επέδειξα απέναντι σ’ εκείνους που απειλούσαν την Ελλάδα κάθε μέρα, γιατί δεν είναι αυτός τρόπος να αντιμετωπίζει κανείς φίλους, δεν είναι αυτός τρόπος να μεταχειρίζεται πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Θέλω να πω σαφέστατα -και το λέω διαρκώς αυτά τα οκτώ χρόνια- ότι εμείς μαθήματα δεν έχουμε να δώσουμε στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν έχει να λάβει μαθήματα από άλλα κράτη.

Ναι, η Ελλάδα μπόρεσε από πλευράς κρατών-μελών της Ευρωζώνης να τύχει μιας μαζικής, γενναίας οικονομικής βοήθειας. Μιλάμε για 262 δισεκατομμύρια ευρώ, εάν συμπεριλάβουμε και τα δάνεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Όμως, η Ελλάδα, επίσης, κατέδειξε περίτρανα την προσήλωσή της στα προγράμματα αναπροσαρμογής και δρομολόγησε μεγάλο μέρος από τις, συχνά οδυνηρότατες, μεταρρυθμίσεις οι οποίες όμως είναι και το εχέγγυο του εκσυγχρονισμού: μεταρρύθμιση στις συντάξεις, του κοινωνικού συστήματος ασφάλισης, της αγοράς εργασίας, της δημόσιας διοίκησης, του δημόσιου λειτουργήματος, του τραπεζικού τομέα, των δημοσιονομικών, της παιδείας και ένα σωρό άλλων.

Αυτή η αναδιάρθρωση των δημοσίων οικονομικών ήταν θεαματική με ένα έλλειμμα, το οποίο από 15% το 2009 πέρασε σε πλεόνασμα το 2016. Είναι αλήθεια ότι κανένα άλλο κράτος-μέλος της Ευρώπης δεν μεταρρυθμίστηκε πιο γρήγορα και πιο ριζικά απ’ ό,τι η Ελλάδα.

Θέλω να πω προς τους Έλληνες πολίτες, ιδίως στους πιο κάμνοντες ανάμεσά τους, ότι έχω μια βαθιά αγάπη και θαυμασμό για την εξαιρετική συνολική προσπάθεια που κατέβαλαν.

Πράγματι, ουδέποτε ήμουν υπέρμαχος μιας πολιτικής λιτότητας τυφλής και άκριτης. Ανέκαθεν, και ειδικά στη δεύτερη αυτή περίοδο της δύσκολης πορείας, τονίζαμε τη σημασία της κοινωνικής διάστασης στα πλαίσια αυτού του προγράμματος αναδιάρθρωσης.

Νομίζω ότι αυτό που τώρα δομείτε, αυτό που τώρα κάνετε είναι να προπαρασκευάσετε το μέλλον των παιδιών σας. Αν δεν κάνουμε τίποτα σήμερα, αύριο θα πρέπει οπωσδήποτε να το κάνουν τα παιδιά σας και, μάλιστα, υπό συνθήκες ακόμα πιο δύσκολες απ’ ό,τι σήμερα.

Θα ήθελα να σας εξορκίσω να συνεχίσετε τις προσπάθειες και να μην εκμηδενίσετε, να μην αφήσετε να πάνε χαμένα τα αποτελέσματα που μπορέσατε να έχετε τα τελευταία χρόνια με τόσες θυσίες.

Ο ερχόμενος Αύγουστος, τέλος του τρίτου προγράμματος στήριξης, θα σηματοδοτήσει την έναρξη μιας νέας εποχής για τη χώρα σας, η οποία θα βρει εκ νέου όλα τα δικαιώματά της, αλλά και όλες τις υποχρεώσεις που ένα κυρίαρχο κράτος έχει απέναντι στην Ευρωζώνη.

Πρέπει οπωσδήποτε να αποκατασταθεί η πρόσβαση της Ελλάδας στις χρηματοδοτήσεις μέσω των αγορών, αλλά θα πρέπει επίσης οπωσδήποτε να υλοποιηθούν κυρίως όλες οι μεταρρυθμίσεις που έχουν αποφασιστεί και να ακολουθηθούν οι οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές που έχουν αναληφθεί, προκειμένου να υπάρξει μια διαρκής και δημιουργική ανάκαμψη των θέσεων εργασίας.

Για τη νέα αυτή Ελλάδα του αύριο θα πρέπει επίσης να αρθούν και να θεραπευθούν όλες οι παθογένειες που τόσο κόστισαν στη χώρα και την κοινωνία σας. Το κράτος πρέπει να μην είναι μόνο πάροχος υπηρεσιών, να μην είναι μόνο ένας εργοδότης.

Επίσης, η χώρα έχει ανάγκη από υγιείς τράπεζες στην υπηρεσία της ανάπτυξης και του γενικότερου συμφέροντος και όχι μόνο για την εξυπηρέτηση των ιδίων συμφερόντων.

Πρέπει οπωσδήποτε μια και έξω να εκριζωθεί η διαφθορά. Η οικονομία να δημιουργεί θέσεις εργασίας και όχι χρέη για όλους τους νέους Έλληνες. Σε αντάλλαγμα θα πρέπει επίσης οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας να τηρήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, όσον αφορά τα μέτρα που έχουν ληφθεί για το χρέος. Pacta sunt servanda!

Το ίδιο ισχύει για όλη την Ευρώπη. Αλληλεγγύη και υπευθυνότητα είναι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος και το νόμισμα είναι αυτό της Ευρωπαϊκής μας Ένωσης. Καθώς η Ελλάδα ανακτά τη δίκαια θέση της στους κόλπους της Ευρώπης, υπολογίζω στην Ελλάδα. Υπολογίζω σε όλους σας, έτσι ώστε όλοι να μπορέσουμε να συζητήσουμε για την Ένωση των είκοσι επτά. Γιατί εγώ δεν  μπορώ να φανταστώ την Ευρώπη χωρίς τη στήριξη της Ελλάδας, που είναι στήριξη κρίσιμη.

Δεν έγκειται σε εμένα να θυμίσω στους απογόνους του Θουκυδίδη ότι το παρελθόν πρέπει να μας διδάσκει εμάς στο παρόν. Αυτή η συζήτηση θα πρέπει να μας δώσει μαθήματα και διδάγματα, ιδίως όταν θέσουμε στις μεγάλες προτεραιότητες για τον επόμενο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, την πολιτική των μεταναστεύσεων.

Αυτή η συζήτηση για το κοινό μας μέλλον, της Ευρώπης των είκοσι επτά είναι ένας απαιτητικός διάλογος που πρέπει να ολοκληρώσουμε και για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχουμε υπομονή, αλλά και προσήλωση, θέληση και αποφασιστικότητα. Η υπομονή και η αποφασιστικότητα πρέπει οπωσδήποτε να χαρακτηρίζουν αυτούς που έχουν μεγάλες ιδέες και φιλοδοξίες.

Ζήτω η ευρωπαϊκή Ελλάδα! Ζήτω η ελληνική Ευρώπη!

Ευχαριστώ πάρα πολύ».